Οι γυναίκες που δυσκολεύονται να ελέγξουν την ουροδόχο κύστη τους, έχουν παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την υγεία της καρδιάς, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη και της χοληστερόλης.
Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της ακράτειας και του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, κατέληξαν ερευνητές με επικεφαλής τη Lisa VanWiel, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin-La Crosse.
«Οι γυναίκες θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά για ακράτεια, καθώς μπορεί να συμβάλλει στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, ενώ γυναίκες με παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου θα πρέπει να ελέγχονται για αδιάγνωστη ακράτεια, πρόσθεσαν.
Για τη μελέτη παρακολούθησαν τα ιατρικά αρχεία 20.000 και πλέον γυναικών που νοσηλεύτηκαν στο Κονέκτικατ μεταξύ Ιουλίου 2022 και Ιουνίου 2024.
Από αυτές τις γυναίκες, πάνω από το 5% ανέφεραν ακράτεια ούρων, δήλωσαν οι ερευνητές.
Η ακράτεια συνδέθηκε με:
- 25% περισσότερες πιθανότητες για διαβήτη .
- 37% περισσότερες πιθανότητες για υψηλή χοληστερόλη.
- 55% περισσότερες πιθανότητες να έχουν υποστεί εγκεφαλικό.
- Υπερτριπλάσιες πιθανότητες να χρειαστούν επέμβαση παράκαμψης στεφανιαίας αρτηρίας.
Οι ερευνητές εικάζουν ότι
η ακράτεια μπορεί να εμποδίζει τις γυναίκες να διατηρούν επαρκή επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, επηρεάζοντας έτσι τους παράγοντες κινδύνου για καρδιακές παθήσεις.
Η μελέτη δεν διαπίστωσε πάντως καμία σχέση μεταξύ των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας των γυναικών και της ακράτειας.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να καταλάβουν γιατί η ακράτεια μπορεί να έχει αυτή την επίδραση στους παράγοντες κινδύνου για την υγεία της καρδιάς.
Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να περιλαμβάνουν μετρήσεις της αερόβιας φυσικής κατάστασης, του άγχους και του στρες για την καλύτερη κατανόηση των πιθανών μηχανισμών στη συσχέτιση της ακράτειας και του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, έτσι ώστε να αναπτυχθούν παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν στον μετριασμό αυτού του κινδύνου και στη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας των γυναικών, έγραψαν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση
Journal of Preventive Medicine.
ΠΗΓΗ: www.onmed.gr