Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

ΑΣΠΙΡΙΝΗ.. ΕΝΑΣ ΙΑΝΟΣ

 








  • Η ασπιρίνη 
  • (η αντιαιμοπεταλιακή αγωγή) 
  • είναι απαραίτητη θεραπεία μετά
  • από : 
  • Εμφραγμα,
  • Ασταθή στηθάγχη,
  • Ενδοστεφανιαίου στεντ,
  • Αορτοστεφανιαία παράκαμψη

  • καθώς και μετά από  
  • Εγκεφαλικο .

  • Σ αυτές τις περιπτώσεις η καθημερινή χρήση μικρής δόσης ασπιρίνης μειώνει πιθανότητα  εμφάνισης νέου επεισοδίου και συνιστάται 

    εκτός αν υπάρχουν αντενδείξεις. 

    Η μικρή πιθανότητα εμφάνισης αιμορραγικών επιπλοκών, 

    κυρίως γαστρορραγίας, 

    υπερ-αντισταθμίζεται από το όφελος.

    Τι ισχύει για υγιή άτομα;

    Η κατάσταση διαφέρει όταν πρόκειται για υγιή άτομα χωρίς καρδιαγγειακή νόσο. 

    Ο κίνδυνος να εκδηλώσει ένα άτομο, που δεν έχει ήδη νοσήσει από αθηρωματική νόσο, ένα καρδιακό επεισόδιο την επόμενη 10ετία διαφέρει ανάλογα με την ύπαρξη ή μη παραγόντων κινδύνου.

    Περισσότερο κινδυνεύει κάποιος

  • που :
  • καπνίζει,
  • έχει υψηλα λιπιδια,
  • υψηλή πίεση,
  • ζάχαρο,
  • κοιλιακή παχυσαρκία,
  • οικογενειακό ιστορικό.

  • Ανάλογα με τον συνδυασμό των παραπάνω παραγόντων κινδύνου και ανάλογα με την ηλικία και το φύλο ο μελλοντικός κίνδυνος μπορεί να είναι μικρός 

    (κάτω από 5% στην επόμενη δεκαετία) 

    έως μεγάλος 

    (πάνω από 20%). 

    Υπάρχουν στατιστικά μοντέλα στην Ευρώπη και την Αμερική που υπολογίζουν τον κίνδυνο αυτό και κατατάσσουν το κάθε άτομο σε κατηγορία 

    χαμηλού, μέσου ή υψηλού κινδύνου.

    Φυσικά, σε μερικούς από τους παράγοντες κινδύνου, όπως την ηλικία ή την κληρονομικότητα δεν μπορεί κανείς να παρέμβει. 

    Όμως στους άλλους όχι μόνο μπορεί να παρέμβει αλλά και να αναμένει μείωση του μελλοντικού κινδύνου.

    Υπάρχουν αδιάσειστα επιστημονικά δεδομένα για το όφελος της 

    Διακοπής του καπνίσματος, του Ελέγχου της αρτηριακής υπέρτασης, Μείωση της χοληστερόλης (ιδίως με τις στατίνες), της 

    Απώλειας βάρους, της 

    Ασκησης.

    Μπορούμε να κάνουμε κάτι παραπάνω;

    Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι αν η λήψη ασπιρίνης προληπτικά θα μπορούσε να αποτρέψει ένα μελλοντικό επεισόδιο. 

    Πρόσφατα συμπληρώθηκαν τρεις σημαντικές μελέτες πάνω στο θέμα αυτό.

    Ένας μεγάλος αριθμός ασυμπτωματικών ατόμων που είχαν διαβήτη, ή ηλικία μεγαλύτερη των 70 ετών ή είχαν υψηλό υπολογιζόμενο κίνδυνο λόγω παρουσίας παραγόντων κινδύνου συμπεριλήφθηκαν στις 3 μελέτες. 

    Οι μισοί, με τυχαία επιλογή, έλαβαν για αρκετά χρόνια μιαν ασπιρίνη την ημέρα και οι άλλοι μισοί εικονικό φάρμακο (placebo).

    Tα αποτελέσματα συμπλήρωσαν κενά προηγούμενων παλαιών μελετών (όπως η μελέτη των Βρετανών ιατρών ή των Αμερικανίδων νοσηλευτριών) που είχαν διεξαχθεί σε εποχές που η ρύθμιση των άλλων παραγόντων κινδύνου δεν ήταν τόσο καλή. 

    Έτσι, έχει προκύψει μια πολύ μεγάλη βάση δεδομένων για τον ακριβή ρόλο της ασπιρίνης στην πρόληψη.

    Γνωρίζουμε   σήμερα ότι 

    η λήψη ασπιρίνης από υγιή άτομα:

    Δεν επηρεάζει καθόλου ούτε την ολική και καρδιαγγειακή θνητότητα, ούτε τα θανατηφόρα εμφράγματα.

    Μειώνει ελαφρώς τα μη θανατηφόρα εμφράγματα (ιδίως στους άνδρες). 

    Για κάθε 1.000 άτομα που θα λάβουν ασπιρίνη για μια 10ετία θα υπάρξουν 5 λιγότερα εμφράγματα.


    Μειώνει ελαφρώς τα ισχαιμικά αγγειακά εγκεφαλικά αλλά όχι τον συνολικό αριθμό των εγκεφαλικών (καθώς υπάρχουν τα αιμορραγικά που αυξάνονται λίγο με την ασπιρίνη ή τα εμβολικά εγκεφαλικά που δεν επηρεάζονται από αυτήν).

    Αυξάνει τις μείζονες αιμορραγίες, κυρίως από το γαστρεντερικό. 

    Για κάθε 1.000 άτομα που θα λάβουν ασπιρίνη για μια 10ετία θα υπάρξουν 7 περισσότερες αιμορραγίες.

    Επομένως ένα μικρό σχετικά όφελος στην πρόληψη μη θανατηφόρου καρδιακού επεισοδίου θα πρέπει να σταθμισθεί με τον επίσης μικρό κίνδυνο να προκληθεί μια σημαντική αιμορραγία. 

    Οι μελέτες έδειξαν ότι η αναλογία οφέλους προς τον κίνδυνο είναι ευνοϊκότερη όταν το υποψήφιο άτομο για λήψη ασπιρίνης έχει πολλούς παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο και άρα κατατάσσεται σε ομάδα υψηλού κινδύνου σύμφωνα με τα μοντέλα πρόβλεψης που αναφέρθηκαν πιο πάνω.

    Οι τρέχουσες συστάσεις της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας (ESC) στο θέμα αυτό είναι σαφείς: Ασπιρίνη δεν συνιστάται σε άτομα χωρίς καρδιαγγειακή νόσο λόγω του κινδύνου αιμορραγίας, εξηγώντας στην συνέχεια ποια άτομα θα αποκόμιζαν ενδεχόμενο όφελος. 

    Με την διατύπωση αυτή τονίζεται η επικινδυνότητα στην αδιάκριτη λήψη ασπιρίνης από τον καθένα.

    Οι Αμερικανικές οδηγίες (AHA/ACC) είναι και αυτές σύμφωνες: 

    χαμηλή δόση ασπιρίνης θα μπορούσε να δοθεί προληπτικά σε επιλεγμένα άτομα 40-70 ετών που έχουν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο αλλά μικρό κίνδυνο αιμορραγίας. 

    Σε λίγο διαφορετική διατύπωση η Ομάδα Εργασίας για την Πρόληψη των ΗΠΑ (USPSTF) προτείνει: 

    μικρή καθημερινή δόση ασπιρίνης συνιστάται για πρόληψη καρδιαγγειακής νόσου σε άτομα 50-59 ετών που έχουν 10ετή κίνδυνο για καρδιακή νόσο >10%, έχουν μικρό κίνδυνο αιμορραγίας, και είναι πρόθυμα να λάβουν καθημερινά την ασπρίνη για 10 έτη.  

    Για άτομα 60-69 ετών η απόφαση πρέπει να εξατομικεύεται, ενώ για άτομα κάτω των 50 ή άνω των 70 ετών τα δεδομένα δεν επαρκούν για να υπάρξει κάποια τεκμηριωμένη σύσταση.

    Το συμπέρασμα είναι ότι η απόφαση για την λήψη ασπιρίνης προφυλακτικά από υγιή άτομα πρέπει να εξατομικεύεται. 

    Άτομα με πολύ υψηλό κίνδυνο αγγειακών προβλημάτων μάλλον ωφελούνται αρκεί όμως να έχουν μικρό κίνδυνο εμφάνισης αιμορραγίας (κάτι που δεν είναι εύκολο να υπολογισθεί). 

    Χρειάζεται εκτενής συζήτηση μεταξύ καρδιολόγου και ενδιαφερομένου ατόμου για λήψη κοινής απόφασης για την χορήγηση ή όχι «ασπιρινούλας». Και αυτό γιατί το όφελος δεν είναι πάντα μεγαλύτερο από τον κίνδυνο.







    Αθανάσιος Πιπιλής Καρδιολόγος Διευθυντής Α’ Καρδιολογική Κλινική ΥΓΕΙΑ www.newsitamea.gr : www.giatros-in.gr

    ΕΠΙΛΗΨΙΑ,,

     








    Η συχνότητά της είναι γύρω στο 1% και αποτελεί,  την πιο συχνή πρωτοπαθή διαταραχή του εγκεφάλου. 

    Η επιληψία παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα στα παιδιά και στους ηλικιωμένους. 

    Επίσης, εμφανίζει μεγαλύτερη επίπτωση στις αναπτυσσόμενες σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες χώρες, πιθανότατα λόγω της αυξημένης συχνότητας εγκεφαλικών λοιμώξεων και της πλημμελούς υγειονομικής φροντίδας.

    Η παλαιότερη περιγραφή επιληπτικής κρίσης τοποθετείται το 2000 π.Χ.

    Βρίσκεται σε κείμενο της Ακκαδικής γλώσσας, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Μεσοποταμία. 

    Η αρχαιότερη λεπτομερής περιγραφή της επιληψίας γίνεται σε Βαβυλωνιακό ιατρικό κείμενο του 11ου π.Χ. αιώνα, στο οποίο καταγράφονται με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά πολλών τύπων κρίσεων και αποδίδονται σε κατάληψη από κακά πνεύματα.


    Για πολλούς αιώνες η επιληψία αποδιδόταν σε υπερφυσικά αίτια.

    Θεωρούνταν κατάρα, σεληνιασμός ή δαιμονισμός και προκαλούσε το φόβο και την αποστροφή, ενώ για την αντιμετώπισή της χρησιμοποιούνταν πνευματικές ή θρησκευτικές μέθοδοι, όπως ο εξορκισμός.

    Πρώτος ο Ιπποκράτης, γύρω στο 400 π.Χ., στο έργο του Περί ιερής νόσου, υποστήριξε ότι η επιληψία δεν έχει θεϊκή προέλευση, αλλά πρόκειται για διαταραχή που πηγάζει από τον εγκέφαλο. 

    Παρόλ’ αυτά χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πολλοί αιώνες για να εδραιωθεί, ακόμα και στους ιατρικούς κύκλους, η άποψη αυτή. 

    Τομή αποτέλεσε το έργο του Άγγλου John Hughlings Jackson, ο οποίος τον 19ο αιώνα διατύπωσε τον ορισμό της επιληπτικής κρίσης ως 

    «αιφνίδια υπέρμετρη ταυτόχρονη εκφόρτιση κυττάρων της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου».


    Η επιληπτική κρίση δεν είναι ταυτόσημη με την επιληψία.

    10% των ατόμων μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής τους να εμφανίσουν μια επιληπτική κρίση. 

    Το 25% περίπου των κρίσεων έχουν ξεκάθαρη, προσωρινή ή αναστρέψιμη αιτία 

    (π.χ. λήψη φαρμακευτικών ουσιών, μεταβολική διαταραχή). 

    Αυτές χαρακτηρίζονται ως οξείες συμπτωματικές ή προκλητές κρίσεις και δεν υποτροπιάζουν εκτός αν επανέλθει η κατάσταση που τις πυροδότησε. 

    Αντιθέτως, ως επιληψία ορίζεται η παρουσία τουλάχιστον δύο απρόκλητων κρίσεων (οι οποίες δεν έχουν διακριτή οξεία αιτία).


    Υπάρχουν πολλοί τύποι επιληπτικών κρίσεων.

    Μπορεί να είναι αρκετά ήπιες και να εκδηλώνονται απλώς ως 

    «διακοπή συμπεριφοράς» ή 

    αίσθημα δυσάρεστης οσμής, ή 

    μπορεί να είναι θορυβώδεις με έντονους σπασμούς των άκρων και απώλεια συνείδησης. 

    Η ταξινόμηση των κρίσεων γίνεται με βάση τα κλινικά και τα ηλεκτροεγκεφαλογραφικά τους χαρακτηριστικά. 

    Μπορεί να είναι εστιακές 

    (να ξεκινούν δηλαδή από μια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου, με ή χωρίς επέκταση σε άλλες περιοχές), 

    ή γενικευμένες 

    (όταν συμμετέχουν ταυτόχρονα και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου).


    Με βάση την αιτία η επιληψία ταξινομείται ως ιδιοπαθής, δευτεροπαθής ή κρυπτογενής.

    Ιδιοπαθής χαρακτηρίζεται η επιληψία που δεν έχει γνωστή αιτία, μπορεί να υπάρχει όμως γενετική προδιάθεση. Δευτεροπαθής ή συμπτωματική επιληψία είναι αυτή που προκαλείται από γνωστή αιτία, όπως κρανιοεγκεφαλική κάκωση, νεοπλασίες του εγκεφάλου, αγγειακά αίτια ( εγκεφαλικά επεισόδια), απόσυρση από το αλκοόλ, μεταβολικές διατατραχές και εκφυλιστικές παθήσεις 

    ( νόσος Alzheimer). 

    Κρυπτογενής θεωρείται η επιληψία για την οποία πιστεύεται ότι υπάρχει μεν συγκεκριμένη αιτία, η οποία όμως δε μπορεί να καθοριστεί με τις διαθέσιμες δυνατότητες διάγνωσης.


    Ορισμένοι παράγοντες μπορεί να πυροδοτήσουν επιληπτικές κρίσεις σε ανθρώπους με επιληψία.

    Τυπικοί τέτοιοι παράγοντες είναι η παράλειψη δόσεων της χορηγούμενης θεραπείας, η έλλειψη ύπνου, το στρες και η συναισθηματική φόρτιση, η παράλειψη γευμάτων, ή οι ορμονικές μεταβολές. Επίσης, η συστηματική νόσος ή ο πυρετός, φάρμακα τα οποία μεταβάλουν τον επιληπτικό ουδό, καθώς και η χρήση απαγορευμένων ουσιών μπορεί να δράσουν εκλυτικά. Τέλος, φώτα που αναβοσβήνουν ή ακόμα και το έντονο φως του ήλιου μπορεί να πυροδοτήσουν κρίσεις σε πάσχοντες από φωτοευαίσθητη επιληψία.


    Υπάρχουν πολλά διαθέσιμα φάρμακα, αλλά και επεμβατικές θεραπείες για την αντιμετώπιση της επιληψίας.

    Η ανακάλυψη της αντιεπιληπτικής δράσης φαρμάκων (που ξεκίνησε με την φαινοβαρβιτάλη το 1912), αλλά και της δυνατότητας καταγραφής ηλεκτρικής δραστηριότητας από τον εγκέφαλο με το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (Hans Berger, 1920), έδωσαν σημαντικές επιλογές στην αντιμετώπιση της επιληψίας. 

    Σήμερα, έχουμε στη διάθεσή μας πληθώρα φαρμάκων ενδεικτικών για κάθε τύπο επιληψίας. 

    Ωστόσο, υπάρχουν επιληψίες ανθεκτικές στην φαρμακευτική αγωγή. Σε ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις εφαρμόζονται και χειρουργικές θεραπείες για τον έλεγχο των κρίσεων.




    Το επιληπτικό επεισόδιο χαρακτηρίζεται από μια αιφνίδια, υπέρμετρη και ανώμαλη εκφόρτιση ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο, που αλλάζει για λίγο τον τρόπο με τον οποίο κάποιος αντιδρά ή συμπεριφέρεται. 

    Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με σπασμούς, απώλεια συνείδησης ή άλλες νευρολογικές διαταραχές.

    Σημαντικό είναι να διευκρινιστεί ότι ένα μεμονωμένο επεισόδιο δεν σημαίνει απαραίτητα επιληψία, η τελευταία ορίζεται ως επαναλαμβανόμενα, απρόκλητα επεισόδια (τουλάχιστον δύο, με μεσοδιάστημα άνω των 24 ωρών) ή ένα επεισόδιο με υψηλό κίνδυνο υποτροπής. 

    Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διάρκεια ενός τέτοιου επεισοδίου κυμαίνεται μεταξύ λίγων δευτερολέπτων έως και δύο λεπτών.

    Οι αιτίες που μπορεί να πυροδοτήσουν ένα επιληπτικό επεισόδιο είναι ποικίλες. Μπορεί να σχετίζονται με γενετικούς παράγοντες, δομικές ή αναπτυξιακές ανωμαλίες στον εγκέφαλο, λοιμώξεις (π.χ. μηνιγγίτιδα), μεταβολικές ή ηλεκτρολυτικές διαταραχές (όπως υπογλυκαιμία ή υπονατριαιμία), τραυματισμούς στο κεφάλι, όγκους, αγγειακά επεισόδια, κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών, φαρμακευτικές παρενέργειες, ακόμη και υψηλό πυρετό. Σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών (περίπου 30–50%) δεν εντοπίζεται συγκεκριμένη αιτία, και τότε χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής ή κρυπτογενής επιληψία.

     

    Πώς γίνεται η διάγνωση και η θεραπεία του επεισοδίου

    Η διάγνωση ενός επιληπτικού επεισοδίου απαιτεί λεπτομερή καταγραφή του ιστορικού και περιγραφής του επεισοδίου από τον ίδιο τον ασθενή ή αυτόπτες μάρτυρες, και συνδυάζεται με νευρολογική εξέταση, εργαστηριακό έλεγχο για αποκλεισμό μεταβολικών ή λοιμωδών αιτιών, και απεικονιστικές μεθόδους όπως αξονική ή, καλύτερα, μαγνητική τομογραφία για ανίχνευση δομικών βλαβών.

    Καθοριστικός είναι και ο ρόλος του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (ΗΕΓ), καθώς καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου — όταν υπάρχει ανάγκη, χρησιμοποιούνται φορητές συσκευές ή video‑EEG, ενώ σε δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται καταγραφή με ηλεκτρόδια.

    Η θεραπεία στοχεύει αρχικά στη χορήγηση αντιεπιληπτικών φαρμάκων, με σκοπό τη μείωση ή εξαφάνιση των κρίσεων. 

    Η επιλογή του κατάλληλου σκευάσματος και δόσης εξαρτάται από τον τύπο της επιληψίας και την ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ανεπιθύμητων ενεργειών.

     

    Συχνά οι ασθενείς χρειάζονται δοκιμές διαφορετικών φαρμάκων ή δοσολογιών για βέλτιστο αποτέλεσμα. Όταν η φαρμακευτική αγωγή δεν αποδίδει, εξετάζονται άλλες επιλογές, όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις που απομακρύνουν την περιοχή από την οποία ξεκινά η κρίση, η διέγερση πνευμονογαστρικού νεύρου ή η βαθιά εγκεφαλική διέγερση.

    Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε παιδιά, εφαρμόζεται ειδική κετογονική διατροφή με υψηλά λιπαρά και χαμηλούς υδατάνθρακες που βοηθά στον έλεγχο των κρίσεων. Επιπρόσθετα, προτείνεται υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής, με αποφυγή αλκοόλ, αποφυγή σωματικής και ψυχικής καταπόνησης, ισορροπημένη διατροφή, επαρκή ύπνο και μείωση του στρες






    ΤΣΕΚ ΑΠ..ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ;

    ΑΣΠΙΡΙΝΗ.. ΕΝΑΣ ΙΑΝΟΣ

      Η ασπιρίνη  (η αντιαιμοπεταλιακή αγωγή)  είναι απαραίτητη θεραπεία μετά από :  Εμφραγμα, Ασταθή στηθάγχη, Ενδοστεφανιαίου στεντ, Αορτοστεφ...