Ειχαμε περιστατικά μυοκαρδίτιδας από το εμβολιο της Pfizer-BioNTech και Moderna σε εφήβους και νέους ενήλικες.
Συνήθως παρατηρούνται μετά τη δεύτερη δόση και σε 4 ημερες μετά τον εμβολιασμό.
Η νόσηση είναι αυτοπεριοριζόμενη με πλήρη αποκατάσταση των συμπτωμάτων, οπως αρρυθμιες και κοιλιακής δυσλειτουργίας.
Η επίπτωση της μυοκαρδίτιδας στην Ελλάδα μετά τον εμβολιασμό με εμβόλιο Pfizer-Biontech σε παιδιά 12-17 ετών είναι: στα αγόρια 1/10.500 και στα κορίτσια 1/36.000.
Στους ενήλικες 18-29 ετών είναι στους άνδρες 1/15.000 και στις γυναίκες 1/57.000.
Οι κίνδυνοι από τη covid 19 και οι πιθανές σοβαρές επιπλοκές ακόμη και θάνατος που προκαλεί υπερβαίνουν κατά πολύ το ρίσκο μιας σπάνιας ανεπιθύμητης παρενέργειας από τον εμβολιασμό όπως η μυοκαρδίτιδα ή η περικαρδίτιδα.
H μυοκαρδίτιδα από νόσηση COVID-19 είναι 18 φορές συχνότερη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό και πολύ πιο σοβαρή και μη αναστρέψιμη.
Το 10% των εξωνοσοκομειακών ασθενών με COVID-19 και το 40% των νοσοκομειακών ασθενών πάσχουν από μυοκαρδίτιδα.
Ό FDA το έχει εγκρίνει ομόφωνα ως ασφαλές για τις ηλικίες άνω των 5 ετών.
Οι ασθενείς με μυοκαρδίτιδα λόγω εμβολιασμού συνήθως μπορούν να επιστρέψουν στη συνήθη δραστηριότητά τους μόλις βελτιωθούν τα συμπτώματα.
Άτομα με ιστορικό αποκατασταθείσας μυοκαρδίτιδας ή περικαρδίτιδας που δε σχετίζεται με COVID-19 εμβολιασμό μπορούν να λάβουν mRNA εμβόλιο.
Σε άτομα ωστόσο που παρουσίασαν μυοκαρδίτιδα μετά τον εμβολιασμό για covid19 θα πρέπει να επιλεγεί διαφορετικό εμβόλιο για τη 2η δόση και μόνο εφόσον το επεισόδιο έχει αποκατασταθεί πλήρως και ο κίνδυνος για σοβαρή νόσηση από COVID-19 είναι υψηλός.
Η μυοκαρδίτιδα είναι φλεγμονή του μυοκαρδίου . Μπορεί να είναι οξεία, υποξεία ή χρόνια και να επηρεάσει ολόκληρη την καρδιά ή μέρος αυτής. Η μυοκαρδίτιδα μπορεί να είναι ήπιας μορφής και αυτοϊάσιμη ή σοβαρής μορφής και να δημιουργήσει σοβαρή καρδιακή δυσλειτουργία, απειλητικές για τη ζωή αρρυθμίες, καρδιογενές σοκ ή και θάνατο.
Ως φλεγμονώδης μυοκαρδιοπάθεια ορίζεται η μυοκαρδίτιδα που συνοδεύεται από καρδιακή δυσλειτουργία.
Η σοβαρή σφαιρική μυοκαρδίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε διατατική μυοκαρδιοπάθεια .
Tα αίτια της μυοκαρδίτιδας είναι:
- Ιοί ιός Coxsackie B, αδενοϊός, παρβοϊός Β12, Ebstein Barr, κυτταρομεγαλοϊός, ερπητοϊος, ιός γρίπης
- Βακτηριδιακές λοιμώξεις
- Καρδιοτοξίνες αλκοόλ, κοκαΐνη, ανθρακυκλίνες .
- Αυτοάνοσα αίτια
- Υπερευαισθησία σε φάρμακα όπως αντιβιοτικά, διουρητικά, μεθυλντόπα , λίθιο .
- Υπερευαισθησία σε δήγμα φιδιών και νυγμούς εντόμων
- Ακτινοβολίες
- Η μυοκαρδίτιδα εμφανίζεται σπανίως μετά από εμβολιασμό με SARS-CoV-2 mRNA εμβόλια Pfizer ή Moderna, κυρίως σε άρρενες εφήβους και νέους ενήλικες
Η μυοκαρδίτιδα είναι σπάνια στα παιδιά με ετήσια επίπτωση 1-2 περιστατικά /100.000. Ωστόσο η συχνότητά της στα παιδιά πολλές φορές υποεκτιμάται μιας και πολλά παιδιά παρουσιάζουν ήπια εκδήλωση. Η συχνότητα της μυοκαρδίτιδας σε βιοψίες βρεφών και παιδιών με εκδήλωση αιφνιδίου θανάτου υπολογίζεται στο 10-20%.
Στους άνδρες η ετήσια επίπτωση υπολογίζεται σε 6 περιστατικά /100.000 και στις γυναίκες σε 4,4 /100.000.
Η μυοκαρδίτιδα εκδηλώνεται με ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων και σημείων από την υποκλινική μορφή έως το καρδιογενές σοκ, τις αρρυθμίες και τον αιφνίδιο θάνατο.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα της μυοκαρδίτιδας είναι:
- Πυρετός >38°C στην οξεία φάση της νόσου ή τις επόμενες 30 ημέρες. Επειδή τα συνηθέστερα αίτια στα παιδιά είναι ιογενή, συνήθως προηγείται πυρετός, ρίγος μυαλγίες αρκετές μέρες πριν την εμφάνιση καρδιακής δυσλειτουργίας.
- Συμπτώματα από το γαστρεντερικό ανορεξία, κοιλιακό πόνο και ναυτία
- Κόπωση
- Πονοκέφαλος
- Συμπτώματα από το αναπνευστικό που οδηγούν σε εσφαλμένη αρχική διάγνωση
Η καρδιακή δυσλειτουργία και η καρδιακή ανεπάρκεια περιλαμβάνουν πολλές φορές τα ακόλουθα συμπτώματα:
- εύκολη κόπωση
- πρωτοεμφανιζόμενη δύσπνοια ή επιδείνωση δύσπνοιας στην ηρεμία ή άσκηση, την ταχύπνοια
- επίμονη ταχυκαρδία
- συγκοπή
- οξύ πόνο στο στήθος
- καρδιογενές σοκ
- αιφνίδιο θάνατο:
- στις περιπτώσεις αιφνιδίου θανάτου μπορεί να υποκρύπτονται κακοήθεις κοιλιακές αρρυθμίες
Οξεία καλείται η μυοκαρδίτιδα με συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που εμφανίζονται τους τελευταίους 3μήνες.
Οι ασθενείς με οξεία μυοκαρδίτιδα έχουν φυσιολογικές ή αυξημένες διαστάσεις αριστεράς κοιλίας.
Οι ασθενείς με υποξεία/χρόνια μυοκαρδίτιδα παρουσιάζουν ασαφή έναρξη της νόσου, τουλάχιστον προ 3μήνουμε συμπτώματα καρδιακής δυσλειτουργίας.
Κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν κεραυνοβόλο μυοκαρδίτιδα με οξεία εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας με σοβαρή αιμοδυναμική κατάρρευση συνήθως σε διάστημα 2 εβδομάδων από προηγούμενη ίωση.
Κακοήθεις αρρυθμίες στις περιπτώσεις αυτές εμφανίζονται συχνά. Οι ασθενείς με κεραυνοβόλο μυοκαρδίτιδα έχουν συνήθως φυσιολογικές διαστάσεις αριστεράς κοιλίας.
Σε πολλές περιπτώσεις η πορεία της νόσου είναι τόσο απότομη που είναι δύσκολο να τεθεί η διάγνωση και να χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία πριν εξελιχθεί σε καρδιογενές σοκ και θάνατο.
Οι ασθενείς με κεραυνοβόλο μυοκαρδίτιδα που επιβιώνουν από την αρχική προσβολή έχουν συχνά θεαματική βελτίωση της καρδιακής τους λειτουργίας μέσα σε μικρό διάστημα μηνών.
Αναζητήστε ιατρική βοήθεια εάν εσείς ή το παιδί σας έχετε κάποιο από τα παραπάνω συμπτώματα μυοκαρδίτιδας, ειδικά αν έχει προηγηθεί νόσηση από κορωνοϊό.
Με την κλινική εξέταση και ιστορικό
Το ηλεκτροκαρδιογράφημα
Το υπερηχογράφημα καρδιάς που είναι η βασική μέθοδος διάγνωσης καρδιακής δυσλειτουργίας σε υποπτευόμενη μυοκαρδίτιδα, ακόμα και στις υποκλινικές μορφές της.
Τα ευρήματα μπορεί να περιλαμβάνουν διάταση της αριστεράς κοιλίας.
Το υπερηχογράφημα μπορεί να ανιχνεύσει επίσης περικαρδίτιδα, σιωπηλούς θρόμβους και λειτουργική ανεπάρκεια της μιτροειδούς και τριγλώχινας βαλβίδας.
Την ακτινογραφία θώρακα
Τις βιοχημικές εξετάσεις αύξηση τροπονίνης, δείκτες φλεγμονής CRP περιφερική ιωσινοφιλία, νατριουρητικά πεπτίδια, ιολογικός και ανοσολογικός έλεγχος
Τη μαγνητική τομογραφία καρδιάς που ανιχνεύει την παρουσία υπεραιμίας και οιδήματος, την παρουσία μυοκαρδιακής νέκρωσης και ουλής, τις αλλαγές στις διαστάσεις και γεωμετρία της καρδιάς, την τμηματική και σφαιρική υποκινησία τοιχωμάτων και την παρουσία περικαρδιακής συλλογής.
Η μαγνητική τομογραφία ενδείκνυται σε ασθενείς με υποπτευόμενη μυοκαρδίτιδα, με αυξημένα μυοκαρδιακά ένζυμα και κοιλιακή δυσλειτουργία χωρίς σαφές αίτιο όπως είναι η στεφανιαία νόσος.
Η μαγνητική καρδιάς παρέχει επίσης επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία μυοκαρδίτιδας όταν η ενδομυοκαρδιακή βιοψία δε διενεργείται .
Η μαγνητική καρδιάς θεωρείται το κλινικό gold standard για τη μέτρηση των καρδιακών όγκων και του κλάσματος εξωθήσεως της αριστεράς κοιλίας.
Η ενδομυοκαρδιακή βιοψία είναι το gold standard στην επιβεβαίωση της διάγνωσης της μυοκαρδίτιδας.
Η ανάγκη διενέργειας μυοκαρδιακής βιοψίας θα πρέπει να γίνει με γνώμονα την πιθανότητα το αποτέλεσμα της να αλλάξει την αντιμετώπιση.
Η μυοκαρδιακή βιοψία ενδείκνυται σε ασθενείς με ανεξήγητη κεραυνοβόλο μυοκαρδίτιδα όπως και σε ανεξήγητη εμφάνιση οξείας καρδιακής ανεπάρκειας 2εβδομάδων έως 3μηνών με διάταση της αριστεράς κοιλίας , σοβαρές κοιλιακές αρρυθμίες, διαταραχές κολποκοιλιακής αγωγής ή αποτυχία της φαρμακευτικής αντιμετώπισης μέσα στις 1-2 πρώτες εβδομάδες.
Οι ασθενείς με υποξεία ή χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια στους οποίους τίθεται η διάγνωση της ιδιοπαθούς διατατικής μυοκαρδιοπάθειας θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη αγωγή καρδιακής ανεπάρκειας.
Στους ασθενείς αυτούς που ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή δεν απαιτείται μυοκαρδιακή βιοψία.
Η διάγνωση της μυοκαρδίτιδας απαιτεί επίσης τον αποκλεισμό συνυπάρχουσας σημαντικής στεφανιαίας νόσου με έλεγχο σε ασθενείς με εκδήλωση παρόμοια με αυτή ενός οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Καρδιακός καθετηριασμός μπορεί να απαιτηθεί σε μυοκαρδίτιδα με επιδεινούμενη εικόνα παρά τη βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή.
Τη μυοκαρδίτιδα θα πρέπει να την υποπτευόμαστε σε ασθενείς με ή χωρίς καρδιακά συμπτώματα και σημεία που παρουσιάζουν αύξηση των καρδιακών βιοδεικτών, με αλλοιώσεις στο καρδιογράφημα ύποπτες μυοκαρδιακής βλάβης, διαταραχές στη συστολική λειτουργία της καρδιάς και αρρυθμίες, ειδικά όταν τα ευρήματα αυτά είναι νέα ή ανεξήγητα.
Η περικαρδίτιδα με συνοδό αύξηση καρδιακών ενζύμων συχνά υποδηλώνει μυοπερικαρδίτιδα.
Η κλινική υποψία θα πρέπει να είναι επίσης υψηλή σε ασθενείς με συμπτώματα και σημεία οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου, ιδίως σε ασθενείς χωρίς παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο ή με φυσιολογικό στεφανιογραφικό έλεγχο.
Συμπερασματικά, αν και τα ιστολογικά ευρήματα της βιοψίας του μυοκαρδίου είναι το gold standard στο να θέσουν τη διάγνωση της μυοκαρδίτιδας, ασθενείς χαμηλού ρίσκου μπορεί να διαγνωστούν με κλινικά ύποπτη μυοκαρδίτιδα με βάση την κλινική τους εκδήλωση και έναν συνδυασμό μη επεμβατικών διαγνωστικών ευρημάτων, περιλαμβανομένων των τυπικών ευρημάτων της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς.
Για να τεθεί η διάγνωση μιας κλινικά ύποπτης μυοκαρδίτιδας θα πρέπει ο ασθενής να παρουσιάζει τουλάχιστον ένα κλινικό σύμπτωμα και τουλάχιστον ένα διαγνωστικό κριτήριο στις ιατρικές εξετάσεις.
Εάν ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 2 διαγνωστικά κριτήρια στις ιατρικές εξετάσεις.
Η διαφορική διάγνωση της μυοκαρδίτιδας περιλαμβάνει τον αποκλεισμό καταστάσεων με παρόμοια συμπτώματα και σημεία με αυτά της μυοκαρδίτιδας, όπως ισχαιμική καρδιακή νόσο, stress μυοκαρδιοπάθεια takotsubo, και άλλα είδη μυοκαρδιοπαθειών υπερτροφική, περιοριστική ή αρρυθμιογόνο μυοκαρδιοπάθεια δεξιάς κοιλίας βαλβιδική νόσο και συγγενείς καρδιοπάθειες .
Για τον αποκλεισμό ισχαιμικής καρδιακής νόσου απαιτείται στεφανιογραφικός έλεγχος σε ασθενείς με υποψία στεφανιαίας νόσου.
Η μαγνητική τομογραφία επίσης βοηθά στη διάκριση στεφανιαίας νόσου από μυοκαρδίτιδα.
Στην μυοκαρδιοπάθεια του stress takotsubo τα συμπτώματα και σημεία μπορεί να είναι παρόμοια με αυτά της μυοκαρδίτιδας Η υποκινησία όμως εδώ περιλαμβάνει συνήθως τα κορυφαία τμήματα της καρδιάς, και η αποκατάσταση είναι συνήθως γρήγορη μέσα σε 1-4 εβδομάδες, σε αντίθεση με τη μυοκαρδίτιδα, ενώ και οι ουλές και φλεγμονή που παρατηρούνται στη μαγνητική καρδιάς στις περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας δεν παρατηρούνται στην μυοκαρδιοπάθεια του stress.
Στις συγγενείς αρρυθμιογόνες μυοκαρδιοπάθειες μπορεί επίσης να παρατηρηθούν φλεγμονή και ουλές στη βιοψία καρδιάς όπως και στη μυοκαρδίτιδα, σε απουσία όμως δομικών ανωμαλιών. Βασικό ρόλο παίζει το οικογενειακό ιστορικό και ο γονιδιακός έλεγχος για να επιβεβαιώσει το υποκείμενο νόσημα σε ασθενείς με μυοκαρδίτιδα.
H διάγνωση επίσης μιας άλλου τύπου μυοκαρδιοπάθειας δεν αποκλείει την μυοκαρδίτιδα, μιας και η μυοκαρδίτιδα που διαγιγνώσκεται με βιοψία μπορεί να επιπλέξει και να συνυπάρξει με άλλα είδη μυοκαρδιοπάθειας.
Εργαστηριακός έλεγχος απαιτείται επίσης για να αποκλειστούν περιπτώσεις καρδιακής αμυλοείδωσης και υπερφόρτωσης σιδήρου ή εξωκαρδιακά αίτια , ώστε να αποκλειστούν άλλα αίτια καρδιακής δυσλειτουργίας.
Η διαφορική διάγνωση μεταξύ ιδιοπαθούς διατατικής μυοκαρδιοπάθειας και οξείας μυοκαρδίτιδας μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη. Γενικά ένα ιστορικό οξείας έναρξης των συμπτωμάτων, πρόσφατης ιογενούς λοίμωξης και η έλλειψη προηγούμενης σημαντικής διάτασης της αριστεράς κοιλίας προάγουν τη διάγνωση της οξείας μυοκαρδίτιδας.
Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς και η βιοψία του μυοκαρδίου μπορεί να είναι χρήσιμα στην επιβεβαίωση της διάγνωσης της μυοκαρδίτιδας. Ωστόσο, αν αυτά τα τεστ είναι αρνητικά δεν αποκλείουν την πιθανότητα μυοκαρδίτιδας.
Η σοβαρή σηψαιμία , ειδικά το σηπτικό σοκ μπορεί να είναι δύσκολο να διαφοροδιαγνωστεί από την αρχική διάγνωση μιας κεραυνοβόλου μυοκαρδίτιδας.
Για το λόγο αυτό ασθενείς με κεραυνοβόλο μυοκαρδίτιδα πρέπει να λάβουν εμπειρική αντιβιοτική θεραπεία .
Ο ιός SARS-CoV-2 προκαλεί στα παιδιά το πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο MIS-C 2-6 εβδομάδες μετά την οξεία λοίμωξη από SARS-CoV-2.
Πολλά παιδιά με αυτό το σύνδρομο εμφανίζουν πολυσυστηματικές επιπλοκές μεταξύ των οποίων και σοβαρές καρδιακές επιπλοκές με μυοκαρδιακή δυσλειτουργία και αυξημένα καρδιακά ένζυμα.
Οφείλεται στο οίδημα του μυοκαρδίου και το οξύ στρες του μυοκαρδίου. Ορισμένοι ασθενείς εμφανίζουν πολύ σοβαρή μυοκαρδιακή δυσλειτουργία με ανάγκη μηχανικού αερισμού και ινότροπης υποστήριξης.
H επίπτωση έχει υπολογιστεί στο 1 περιστατικό MIS-C ανά 3200 λοιμώξεις SARS-CoV2.
Το 60-70% των ασθενών εισάγονται σε νοσοκομείο, ενώ το 1-2% πεθαίνουν.
Στην Αμερική σε παιδιά 5-11 ετών έχουν καταγραφεί 94 covid-19 θάνατοι από 1 Ιανουαρίου 2020 έως 6 Οκτωβρίου 2021, που αναλογούν στο 1,7% των θανάτων παιδιών ηλικίας 5-11 ετών.
Ασθενείς που εμφανίζουν μυοκαρδίτιδα με σοβαρά επηρεασμένη καρδιακή λειτουργία , αρρυθμίες, ή καρδιογενές σοκ θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας, εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου αρρυθμιών και αιμοδυναμικής κατάρρευσης.
Οι ασθενείς αυτοί μπορεί να χρειάζονται ενδοφλέβια ινότροπη υποστήριξη, αντιμετώπιση των αρρυθμιών, μηχανικό αερισμό ή και μηχανική υποστήριξη της καρδιάς.
Ασθενείς με ηπιότερα συμπτώματα αντιμετωπίζονται με υποστηρικτική φαρμακευτική αγωγή οξείας και χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας.
Εμφύτευση απινιδωτή μπορεί να είναι ευεργετική σε ασθενείς με επικίνδυνες για τη ζωή αρρυθμίες που δε βρίσκονται στην οξεία φάση της μυοκαρδίτιδας, που λαμβάνουν βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή και που έχουν προσδόκιμο επιβίωσης σε καλή λειτουργική κατάσταση πάνω από ένα χρόνο.
Χρήση προσωρινού βηματοδότη ενδύκνειται στην οξεία φάση της μυοκαρδίτιδας σε περίπτωση σοβαρής βραδυκαρδίας ή πλήρους κολποκοιλιακού αποκλεισμού.
Αυτές οι διαταραχές αγωγιμότητας είναι συνήθως προσωρινές.
Η θνητότητα είναι μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης.
Οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν αποκατάσταση της καρδιακής λειτουργίας χωρίς υπολειπόμενη νόσο, ωστόσο ένα μικρό ποσοστό εμφανίζει διατατική μυοκαρδιοπάθεια.
Τα ποσοστά θνησιμότητας στα παιδιά στην οξεία φάση κυμαίνεται μεταξύ 6-14%. Θάνατοι μετά την οξεία φάση είναι λιγότερο συχνοί <5% των ασθενών. Παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου είναι η κεραυνοβόλος μυοκαρδίτιδα, το ελαττωμένο κλάσμα εξώθησης <30%, η ανάγκη μηχανικής υποστήριξης , η ανάγκη ενδοφλέβιας ινότροπης υποστήριξης , οι ταχυαρρυθμίες και τα αυξημένα επίπεδα νατριουρητικών πεπτιδίων. 5-20% παιδιών με οξεία μυοκαρδίτιδα μπορεί να χρειαστούν μεταμόσχευση καρδιάς.
Αν και τα περισσότερα παιδιά τελικά έχουν πλήρη ή μερική αποκατάσταση της καρδιακής τους λειτουργίας , ένα ποσοστό αναπτύσσει χρόνια διατατική μυοκαρδιοπάθεια. Η αποκατάσταση της καρδιακής λειτουργίας είναι σταδιακή σε διάρκεια μηνών έως ετών.
Η πρόγνωση της μυοκαρδίτιδας ποικίλει ανάλογα με το αίτιο, τον τύπο και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων.
Στην πλειοψηφία των ασυμπτωματικών ασθενών η φλεγμονώδης διεργασία είναι αυτοπεριοριζόμενη. Μια μειοψηφία των αρχικά ασυμπτωματικών ασθενών αναπτύσσει καρδιακή ανεπάρκεια και σοβαρές αρρυθμίες. Σπανιότερα η μυοκαρδίτιδα σ’ αυτούς είναι θανατηφόρα.
Αντίθετα, οι περισσότεροι ασθενείς με συμπτώματα μετά από ιογενή μυοκαρδίτιδα παρουσιάζουν καρδιακή ανεπάρκεια και διατατική μυοκαρδιοπάθεια.
Σε μια μειοψηφία ασθενών με οξεία μυοκαρδίτιδα, η καρδιακή δυσλειτουργία μπορεί να παραμείνει για μήνες ή χρόνια.
Οι περισσότεροι ασθενείς με οξεία μυοκαρδίτιδα έχουν πλήρη ή μερική αποκατάσταση.
Σε κάποιες περιπτώσεις ωστόσο η μυοκαρδίτιδα μπορεί να διαδράμει υποκλινικά ως διατατική μυοκαρδιοπάθεια.
Η πιθανότητα μια τέτοιας εξέλιξης είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς με σημαντικά ελαττωμένη καρδιακή λειτουργία κατά τη διάγνωση.
Επομένως όλοι ασθενείς με μυοκαρδίτιδα θα πρέπει να παρακολουθούνται αρχικά κατά διαστήματα 1-3 μηνών, ακολούθως στο εξάμηνο και τελικά ετησίως , ανάλογα πάντα και με τα συμπτώματα.
Κάποιες επιλογές στον τρόπο ζωής όπως η χρήση αλκοόλ , κοκαΐνης ή αμφεταμινών μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο μυοκαρδίτιδας.
Η ακτινοθεραπεία για κακοήθειες μπορεί επίσης να προκαλέσει μυοκαρδίτιδα.
Δεν έχουν ανευρεθεί γνωστά γονίδια που προδιαθέτουν σε μυοκαρδίτιδα.
Η φυσική δραστηριότητα θα πρέπει να περιοριστεί στην οξεία φάση της μυοκαρδίτιδας, ειδικά επί πυρετού, συστηματικής λοίμωξης ή καρδιακής ανεπάρκειας.
H επάνοδος στη φυσική δραστηριότητα θα πρέπει να γίνεται πάντα με ιατρική επίβλεψη και συγκατάθεση.
Μετά την πλήρη αποδρομή της μυοκαρδίτιδας η φυσική δραστηριότητα καλό είναι να περιορίζεται για τουλάχιστον 6 μήνες μετά την έναρξη της νόσου. Καρδιολογικός έλεγχος θα πρέπει να προηγείται της συμμετοχής σε ανταγωνιστικά αθλήματα με τεστ κοπώσεως, holter ρυθμού και υπερηχοκαρδιογράφημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου