Το Escherichia coli είναι ένα Gram (-) ραβδόμορφο βακτηρίδιο
Ανήκει στα Εντερο-βακτηριοειδη.
Τα περισσότερα είδη του Escherichia coli είναι αβλαβή ή και επωφελή για τον οργανισμό.
Πολλά βρίσκονται στο στομάχι των θερμόαιμων ζώων, όπως και των ανθρώπων, συμπληρώνοντας τη φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου.
Παράγουν τη Shiga-τοξίνη
Εναλλακτικά, παράγουν Vero- τοξίνη ή εντεροαιμορραγικά κολοβακτηρίδια
Σημαντικές ιδιότητες του κολο βακτηριδίου είναι η παραγωγή τοξινών (Stx1, Stx2)
Οι τοξίνες αυτές είναι παρόμοιες με την τοξίνη που παράγει
η Shigella dysenteriae.
Έχουν αναγνωριστεί 200 ορότυποι του STEC, εκ των οποίων πανω από 100 έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση νόσου στους ανθρώπους.
E coli:
Τρόφιμα που κρύβεται το βακτηριδιο
Η μετάδοση του βακτηριδιου μπορεί να γίνει με κατανάλωση μολυσμένου τροφίμου ή νερού.
Συνήθως το μολυσμένο τρόφιμο είναι
ωμό ή ατελώς μαγειρεμένο κρέας, φρούτα ή λαχανικά
και διάφορα γαλακτοκομικά , όπως μη παστεριωμένο φρέσκο γάλα, μαλακά τυριά και γιαούρτι.
Ένα τρόφιμο είναι δυνατόν να έχει μολυνθεί κατά την προετοιμασία του προς κατανάλωση από μολυσμένο άτομο που δεν έπλυνε καλά τα χέρια του μετά τη χρήση τουαλέτας.
Η μετάδοση του νοσήματος γίνεται:
- μέσω της επαφής με βοοειδή ή τα περιττώματα τους. Τα βοοειδή, αλλά και άλλα ζώα όπως τα πτηνά και οι χοίροι, μπορεί να φέρουν το
βακτηριδιο χωρίς να νοσούν.
- μέσω της κατάποσης μολυσμένου νερού από θάλασσες, λίμνες, πισίνες . Δυνητικά μολυσμένες θεωρούνται και επιφάνειες σε μέρη όπου φυλάσσονται ζώα, όπως οι ζωολογικοί κήποι.
- από άνθρωπο σε άνθρωπο, η μετάδοση γίνεται μέσω της άμεσης επαφής με τα κόπρανα μολυσμένου ατόμου. Χώροι όπου ο κίνδυνος θεωρείται ιδιαίτερα αυξημένος είναι οι παιδικοί σταθμοί και οι οίκοι ευγηρίας.
Ως «υποδόχα» των λοιμογόνων παραγόντων θεωρούνται οι άνθρωποι, τα άλλα σπονδυλωτά, τα αρθρόποδα (ιδίως έντομα), τα φυτά ή τα στοιχεία του περιβάλλοντος . νερό, έδαφος, στα οποία οι λοιμογόνοι παράγοντες ζουν και πολλαπλασιάζονται με τρόπο που να επιτρέπει την επιβίωσή τους και την παραπέρα μετάδοσή τους.
Συμπτώματα του E coli και αντιμετώπιση
Ο χρόνος που μεσολαβεί από την έκθεση κατανάλωση ενός μολυσμένου τροφίμου μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων κυμαίνεται από δύο έως και δέκα ημέρες, συνήθως 3 με 4.
Τα συμπτώματα ξεκινούν αργά με ήπιο κοιλιακό πόνο ή διάρροια που χειροτερεύει κατά τη διάρκεια των επόμενων ημερών.
Το ουραιμικό αιμολυτικό σύνδρομο είναι μία επιπλοκή που μπορεί να αναπτυχθεί περίπου 7 ημέρες μετά την έναρξη των πρώτων συμπτωμάτων.
Το νόσημα μπορεί να μεταδοθεί από άτομο σε άτομο όσο το βακτηριδιο
αποβάλλεται στα κόπρανα του μολυσμένου ατόμου.
Το βακτηριδιο, φυσιολογικά εξαφανίζεται από τα κόπρανα μετά το πέρας της ασθένειας.
Ένα ενήλικο άτομο που νοσεί μπορεί να αποβάλλει το παθογόνο έως και μία εβδομάδα μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες συνεχίζει να αποβάλλεται για εβδομάδες μετά την ύφεση των συμπτωμάτων.
Τα μικρά παιδιά φέρουν συνήθως το βακτηριδιο για περισσότερο καιρό από τους ενήλικες.
Το καλό πλύσιμο των χεριών και η τήρηση των κανόνων υγιεινής μειώνουν σημαντικά την πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος μέσω της επαφής του με άλλο άτομο.
Τα συμπτώματα της λοίμωξης από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο ποικίλουν ανάλογα με το άτομο που νοσεί και περιλαμβάνουν κοιλιακές κράμπες, απότομη έναρξη υδαρούς διάρροιας (συχνά αιμορραγικής) και εμέτους.
Κάποιες φορές, η διάρροια είναι μη αιμορραγική ή δεν υπάρχουν καθόλου συμπτώματα. Εάν εμφανιστεί πυρετός, συνήθως δεν είναι πολύ υψηλός (μπορεί να φτάσει μέχρι και τους 38,5°C).
Περίπου 5-10% των ατόμων που διαγιγνώσκονται με λοίμωξη από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (κυρίως τα παιδιά κάτω των 5 ετών και οι ηλικιωμένοι) αναπτύσσουν μια επιπλοκή, που είναι γνωστή ως ουραιμικό αιμολυτικό σύνδρομο (hemolytic uremic syndrome, HUS).
Κάποια από τα συμπτώματα που υποδεικνύουν ότι κάποιος αναπτύσσει το σύνδρομο είναι η μειωμένη ούρηση, η κόπωση και η ωχρή όψη του προσώπου.
Τα άτομα που πάσχουν από το σύνδρομο πρέπει να εισάγονται για νοσηλεία γιατί κινδυνεύουν να αναπτύξουν νεφρική ανεπάρκεια και άλλα σημαντικά προβλήματα.
Τα περισσότερα άτομα που εμφανίζουν το σύνδρομο αναρρώνουν μέσα σε λίγες εβδομάδες, παρ’ όλα αυτά δεν αποκλείεται ο κίνδυνος για κάποιους να υποστούν μόνιμες βλάβες ή και να πεθάνουν.
Δεν υπάρχει κάποια ειδική θεραπεία.
Συστήνεται η κατανάλωση πολλών υγρών για την αντιμετώπιση της αφυδάτωσης που προκαλείται από τη διάρροια και τους εμέτους.
Η θεραπεία με αντιβιοτικά, αλλά και η λήψη αντιδιαρροϊκών φαρμάκων δεν συστήνεται, γιατί η λήψη τους μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου