Ελατε να πουμε δυο λογια για την πενικιλλίνη είναι ένα παλιό , αποτελεσματικό φάρμακο για την αντιμετώπιση των βακτηριδιακών λοιμώξεων.
Χρησιμοποιείται αρκετές δεκαετίες, και ενοχοποιείται για αρκετά περιστατικά αλλεργίας Σύμφωνα με δεδομένα από τις ΗΠΑ, το 10% των κατοίκων της χώρας έχουν διαγνωστεί ως αλλεργικοί στην πεννικιλίνη με τη διάγνωση αυτή να τίθεται συχνά κατά την παιδική ηλικία. Ωστόσο, μόλις σε ενα 10% από οσους θεωρητικα πασχουν απο αλλεργία,οφειλεται στο αντιβιοτικό.
Παράδειγμα, σε έρευνα παρατήρησης με 65000 εθελοντές με ιστορικό αλλεργίας στην πενικιλλίνη που έλαβαν 127000 σχήματα αντιβιοτικής θεραπείας με κεφαλοσπορίνες β-λακταμικά αντιβιοτικά όπως η πενικιλλίνη, μόλις 3 περιστατικά αναφυλαξίας σχετίστηκαν με τη χρήση των φαρμάκων.
Η διαφορά αυτή δεν θεωρήθηκε στατιστικώς σημαντική σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν είχαν αλλεργία στην πενικιλλίνη και έλαβαν επίσης κεφαλοσπορίνες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ασθενείς που είχαν θεωρηθεί αλλεργικοί στην πενικιλλίνη είχαν παρουσιάσει διάρροια ή εξάνθημα μετά τη χορήγηση του φαρμάκου στην παιδική ηλικία.
Οι γονείς τους είχαν καλέσει τον γιατρό τους, ο οποίος τους είχε πει ότι μάλλον τα συμπτώματα αποδίδονται σε αλλεργία στην πενικιλλίνη.
Το πιθανότερο είναι ότι τα συμπτώματα που παρουσιάστηκαν μετά τη λήψη της πενικιλλίνης αποδίδονται στα ιογενή νοσήματα για τα οποία χορηγήθηκε λανθασμένα αντιβιοτική θεραπεία και, επομένως, δεν αποτελούν αντίδραση που μεσολαβείται από την IgE.
Ακόμα και αυτοί που παρουσιάζουν πραγματικά αντίδραση στην πενικιλλίνη, έχουν 80% πιθανότητα να χάσουν την ευαισθησία στην πενικιλλίνη μέσα σε 10 χρόνια.
Ωστόσο, αν κάποιος καταγραφεί ως αλλεργικός στην πενικιλλίνη, η διάγνωση αυτή σπάνια αμφισβητείται, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο χορήγησης λανθασμένης αντιβιοτικής θεραπείας.
Ασθενείς με αλλεργία στην πενικιλλίνη αποκλείονται από μελλοντικές θεραπείες με β-λακτάμες.
Αποτέλεσμα, καταλήγουν να λαμβάνουν υψηλού κόστους, ευρέως φάσματος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μη αποτελεσματικά αντιβιοτικά.
Ενα άλλο συχνό φαινόμενο είναι ότι αρκετοί θεωρούν ότι είναι αλλεργικοί στην πενικιλλίνη επειδή κάποιος συγγενής πρώτου βαθμού είναι επίσης αλλεργικός. Οι ασθενείς πιστεύουν ότι αυτό είναι λογικό καθώς χρησιμοποιουνται εναλλακτικα ¨βιοθεραπευτικα¨
Αυτό που προφανως δεν γνωρίζουν είναι ότι τα εναλλακτικα φαρμακα, συνηθως είναι λιγότερο αποτελεσματικα στην αντιμετώπιση των λοιμώξεων.
Να τι συμβαινει τωρα :Με σκοπό να αποφευχθει ένας μικρός κίνδυνος, δηλαδή μία αλλεργική αντίδραση την πενικιλλίνη, οι ασθενείς αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους λόγω της θεραπείας με τα εναλλακτικά αντιβιοτικά.
Κανονας :
Κάθε φορά που προσπαθούμε να αποφύγουμε ένα κίνδυνο, δημιουργούμε έναν άλλο κίνδυνο.
Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ο πρώτος ή ο δεύτερος;
Σύμφωνα με μία μεγάλη έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, οι ασθενείς που έχουν ταξινομηθεί ως αλλεργικοί στην πενικιλλίνη είχαν 69% μεγαλύτερο κίνδυνο λοίμωξης με ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη Staphylococcus aureus (MRSA) και 26% αυξημένο κίνδυνο λοίωξης από Clostridium difficile ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα σε σχέση με τα άτομα ίδιας ηλικίας και φύλου που δεν ήταν αλλεργικοί στην πενικιλλίνη.
Οι χειρουργικοί ασθενείς για τους οποίους υπήρχε υποψία αλλεργίας στην πενικιλλίνη, λαμβάνουν επίσης εναλλακτικά των β-λακταμικών στην προφυλακτική αγωγή, τα οποία έχουν μειωμένη αποτελεσματικότητα.
Το γεγονός αυτό μπορεί να παρατείνει τη χειρουργική επέμβαση και να αυξήσει τον κίνδυνο λοιμώξεων στα σημεία του χειρουργείου, γεγονός που σχετίζεται με το 40% του συνόλου των λοιμώξεων σε νοσηλευομένους ασθενείς.
Μία πρόσφατη έρευνα παρατήρησης με 8385 χειρουργικούς ασθενείς διαπίστωσε ότι αυτοί που ανέφεραν αλλεργία στην πενικιλλίνη είχαν 51% αυξημένο κίνδυνο χειρουργικών λοιμώξεων οι οποίες αποδίδονται εξ’ολοκλήρου στη χρήση εναλλακτικών αντιβιοτικών.
Από τους 922 που ανέφεραν αλλεργία στην πενικιλλίνη, το 89% έλαβε μη-β-λακταμικά αντιβιοτικά ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 18% για την ομάδα που δεν είχε αλλεργία στην πενικιλλίνη.
Ο αυξημένος κίνδυνος που σχετίζεται με τη χρήση των εναλλακτικών αντιβιοτικών μπορεί να αποδίδεται στις διαφορές των θεραπευτικών μηχανισμών.
Τα β-λακταμικά αντιβιοτικά έχουν οφέλη που δεν παρατηρούνται σε άλλα αντιμικροβιακά φάρμακα.
Τα β-λακταμικά ενισχύουν τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος, εκτός από την αντιμικροβιακή τους δράση.
Πρακτικα πρεπει να γίνεται τυπικά έλεγχος αλλεργίας στην πενικιλλίνη, σε όσους δηλώνουν αλλεργικοί στο φάρμακο.
Θα πρεπει να ειμαστε προσεκτικοι στη διαγνωση αλλεργιών στην πενικιλλίνη προκειμενου να επιλεξουμε τη σωστη αντιμικροβιακή αγωγή.
Η επιβεβαίωση της αλλεργίας στην πενικιλλίνη γίνεται με τεστ κατά τα οποία το φάρμακο χορηγείται στον ασθενή από 3 διαφορετικές οδούς : μέσω νυγμού, έγχυσης ή από του στόματος θεραπευτική δόση.
Το 2ο και το 3ο τεστ γίνονται μόνον εφόσον ο ασθενής έχει αρνητική αντίδραση στο 1ο.
Ωστόσο, ορισμένοι ασθενείς με θετική αντίδραση στο τεστ νυγμού έχουν αρνητική αντίδραση στην από του στόματος χορήγηση ενώ σε άλλους συμβαίνει το αντίθετο.
Παντως οι περισσοτεροι γιατροι καταληγουν ότι η από του στόματος χορήγηση είναι ο καλύτερος τρόπος να διαπιστωθεί αν τα άτομα που έχουν χαρακτηριστεί αλλεργικοί στην πενικιλλίνη είναι όντως αλλεργικοί.
Οι γιατροί της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας έχουν σημαντικό ρόλο στην εξακρίβωση της αλλεργίας ασθενών στην πενικιλλίνη.
Οι ασθενείς που έχουν χαρακτηριστεί αλλεργικοί στην πενικιλλίνη λόγω συμπτωμάτων που δεν σχετίζονται με το φάρμακο, όπως για παράδειγμα γαστρεντερικές διαταραχές ή κεφαλαλγία, μπορούν να κάνουν το τεστ σε λιγότερο από μία ώρα. Η εξέταση πρέπει να γίνεται, φυσικά, μόνο σε ιατρεία ή νοσοκομεία που έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν μία αλλεργική αντίδραση.
Ωστόσο, αν υπαρχει ιστορικό αναφυλακτικής αντίδρασης, είναι ίσως πιο φρόνιμο να γινει πρώτα το τεστ δερματικού νυγμού.
Βιβλιογραφία JAMA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου