Η συχνότητά της είναι γύρω στο 1% και αποτελεί, την πιο συχνή πρωτοπαθή διαταραχή του εγκεφάλου.
Η επιληψία παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα στα παιδιά και στους ηλικιωμένους.
Επίσης, εμφανίζει μεγαλύτερη επίπτωση στις αναπτυσσόμενες σε σύγκριση με τις ανεπτυγμένες χώρες, πιθανότατα λόγω της αυξημένης συχνότητας εγκεφαλικών λοιμώξεων και της πλημμελούς υγειονομικής φροντίδας.
Η παλαιότερη περιγραφή επιληπτικής κρίσης τοποθετείται το 2000 π.Χ.
Βρίσκεται σε κείμενο της Ακκαδικής γλώσσας, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Μεσοποταμία.
Η αρχαιότερη λεπτομερής περιγραφή της επιληψίας γίνεται σε Βαβυλωνιακό ιατρικό κείμενο του 11ου π.Χ. αιώνα, στο οποίο καταγράφονται με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά πολλών τύπων κρίσεων και αποδίδονται σε κατάληψη από κακά πνεύματα.
Για πολλούς αιώνες η επιληψία αποδιδόταν σε υπερφυσικά αίτια.
Θεωρούνταν κατάρα, σεληνιασμός ή δαιμονισμός και προκαλούσε το φόβο και την αποστροφή, ενώ για την αντιμετώπισή της χρησιμοποιούνταν πνευματικές ή θρησκευτικές μέθοδοι, όπως ο εξορκισμός.
Πρώτος ο Ιπποκράτης, γύρω στο 400 π.Χ., στο έργο του Περί ιερής νόσου, υποστήριξε ότι η επιληψία δεν έχει θεϊκή προέλευση, αλλά πρόκειται για διαταραχή που πηγάζει από τον εγκέφαλο.
Παρόλ’ αυτά χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πολλοί αιώνες για να εδραιωθεί, ακόμα και στους ιατρικούς κύκλους, η άποψη αυτή.
Τομή αποτέλεσε το έργο του Άγγλου John Hughlings Jackson, ο οποίος τον 19ο αιώνα διατύπωσε τον ορισμό της επιληπτικής κρίσης ως
«αιφνίδια υπέρμετρη ταυτόχρονη εκφόρτιση κυττάρων της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου».
Η επιληπτική κρίση δεν είναι ταυτόσημη με την επιληψία.
10% των ατόμων μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής τους να εμφανίσουν μια επιληπτική κρίση.
Το 25% περίπου των κρίσεων έχουν ξεκάθαρη, προσωρινή ή αναστρέψιμη αιτία
(π.χ. λήψη φαρμακευτικών ουσιών, μεταβολική διαταραχή).
Αυτές χαρακτηρίζονται ως οξείες συμπτωματικές ή προκλητές κρίσεις και δεν υποτροπιάζουν εκτός αν επανέλθει η κατάσταση που τις πυροδότησε.
Αντιθέτως, ως επιληψία ορίζεται η παρουσία τουλάχιστον δύο απρόκλητων κρίσεων (οι οποίες δεν έχουν διακριτή οξεία αιτία).
Υπάρχουν πολλοί τύποι επιληπτικών κρίσεων.
Μπορεί να είναι αρκετά ήπιες και να εκδηλώνονται απλώς ως
«διακοπή συμπεριφοράς» ή
αίσθημα δυσάρεστης οσμής, ή
μπορεί να είναι θορυβώδεις με έντονους σπασμούς των άκρων και απώλεια συνείδησης.
Η ταξινόμηση των κρίσεων γίνεται με βάση τα κλινικά και τα ηλεκτροεγκεφαλογραφικά τους χαρακτηριστικά.
Μπορεί να είναι εστιακές
(να ξεκινούν δηλαδή από μια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου, με ή χωρίς επέκταση σε άλλες περιοχές),
ή γενικευμένες
(όταν συμμετέχουν ταυτόχρονα και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου).
Με βάση την αιτία η επιληψία ταξινομείται ως ιδιοπαθής, δευτεροπαθής ή κρυπτογενής.
Ιδιοπαθής χαρακτηρίζεται η επιληψία που δεν έχει γνωστή αιτία, μπορεί να υπάρχει όμως γενετική προδιάθεση. Δευτεροπαθής ή συμπτωματική επιληψία είναι αυτή που προκαλείται από γνωστή αιτία, όπως κρανιοεγκεφαλική κάκωση, νεοπλασίες του εγκεφάλου, αγγειακά αίτια ( εγκεφαλικά επεισόδια), απόσυρση από το αλκοόλ, μεταβολικές διατατραχές και εκφυλιστικές παθήσεις
( νόσος Alzheimer).
Κρυπτογενής θεωρείται η επιληψία για την οποία πιστεύεται ότι υπάρχει μεν συγκεκριμένη αιτία, η οποία όμως δε μπορεί να καθοριστεί με τις διαθέσιμες δυνατότητες διάγνωσης.
Ορισμένοι παράγοντες μπορεί να πυροδοτήσουν επιληπτικές κρίσεις σε ανθρώπους με επιληψία.
Τυπικοί τέτοιοι παράγοντες είναι η παράλειψη δόσεων της χορηγούμενης θεραπείας, η έλλειψη ύπνου, το στρες και η συναισθηματική φόρτιση, η παράλειψη γευμάτων, ή οι ορμονικές μεταβολές. Επίσης, η συστηματική νόσος ή ο πυρετός, φάρμακα τα οποία μεταβάλουν τον επιληπτικό ουδό, καθώς και η χρήση απαγορευμένων ουσιών μπορεί να δράσουν εκλυτικά. Τέλος, φώτα που αναβοσβήνουν ή ακόμα και το έντονο φως του ήλιου μπορεί να πυροδοτήσουν κρίσεις σε πάσχοντες από φωτοευαίσθητη επιληψία.
Υπάρχουν πολλά διαθέσιμα φάρμακα, αλλά και επεμβατικές θεραπείες για την αντιμετώπιση της επιληψίας.
Η ανακάλυψη της αντιεπιληπτικής δράσης φαρμάκων (που ξεκίνησε με την φαινοβαρβιτάλη το 1912), αλλά και της δυνατότητας καταγραφής ηλεκτρικής δραστηριότητας από τον εγκέφαλο με το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (Hans Berger, 1920), έδωσαν σημαντικές επιλογές στην αντιμετώπιση της επιληψίας.
Σήμερα, έχουμε στη διάθεσή μας πληθώρα φαρμάκων ενδεικτικών για κάθε τύπο επιληψίας.
Ωστόσο, υπάρχουν επιληψίες ανθεκτικές στην φαρμακευτική αγωγή. Σε ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις εφαρμόζονται και χειρουργικές θεραπείες για τον έλεγχο των κρίσεων.
Το επιληπτικό επεισόδιο χαρακτηρίζεται από μια αιφνίδια, υπέρμετρη και ανώμαλη εκφόρτιση ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο, που αλλάζει για λίγο τον τρόπο με τον οποίο κάποιος αντιδρά ή συμπεριφέρεται.
Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με σπασμούς, απώλεια συνείδησης ή άλλες νευρολογικές διαταραχές.
Σημαντικό είναι να διευκρινιστεί ότι ένα μεμονωμένο επεισόδιο δεν σημαίνει απαραίτητα επιληψία, η τελευταία ορίζεται ως επαναλαμβανόμενα, απρόκλητα επεισόδια (τουλάχιστον δύο, με μεσοδιάστημα άνω των 24 ωρών) ή ένα επεισόδιο με υψηλό κίνδυνο υποτροπής.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διάρκεια ενός τέτοιου επεισοδίου κυμαίνεται μεταξύ λίγων δευτερολέπτων έως και δύο λεπτών.
Οι αιτίες που μπορεί να πυροδοτήσουν ένα επιληπτικό επεισόδιο είναι ποικίλες. Μπορεί να σχετίζονται με γενετικούς παράγοντες, δομικές ή αναπτυξιακές ανωμαλίες στον εγκέφαλο, λοιμώξεις (π.χ. μηνιγγίτιδα), μεταβολικές ή ηλεκτρολυτικές διαταραχές (όπως υπογλυκαιμία ή υπονατριαιμία), τραυματισμούς στο κεφάλι, όγκους, αγγειακά επεισόδια, κατάχρηση αλκοόλ ή ουσιών, φαρμακευτικές παρενέργειες, ακόμη και υψηλό πυρετό. Σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών (περίπου 30–50%) δεν εντοπίζεται συγκεκριμένη αιτία, και τότε χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής ή κρυπτογενής επιληψία.
Πώς γίνεται η διάγνωση και η θεραπεία του επεισοδίου
Η διάγνωση ενός επιληπτικού επεισοδίου απαιτεί λεπτομερή καταγραφή του ιστορικού και περιγραφής του επεισοδίου από τον ίδιο τον ασθενή ή αυτόπτες μάρτυρες, και συνδυάζεται με νευρολογική εξέταση, εργαστηριακό έλεγχο για αποκλεισμό μεταβολικών ή λοιμωδών αιτιών, και απεικονιστικές μεθόδους όπως αξονική ή, καλύτερα, μαγνητική τομογραφία για ανίχνευση δομικών βλαβών.
Καθοριστικός είναι και ο ρόλος του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (ΗΕΓ), καθώς καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου — όταν υπάρχει ανάγκη, χρησιμοποιούνται φορητές συσκευές ή video‑EEG, ενώ σε δύσκολες περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται καταγραφή με ηλεκτρόδια.
Η θεραπεία στοχεύει αρχικά στη χορήγηση αντιεπιληπτικών φαρμάκων, με σκοπό τη μείωση ή εξαφάνιση των κρίσεων.
Η επιλογή του κατάλληλου σκευάσματος και δόσης εξαρτάται από τον τύπο της επιληψίας και την ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και ανεπιθύμητων ενεργειών.
Συχνά οι ασθενείς χρειάζονται δοκιμές διαφορετικών φαρμάκων ή δοσολογιών για βέλτιστο αποτέλεσμα. Όταν η φαρμακευτική αγωγή δεν αποδίδει, εξετάζονται άλλες επιλογές, όπως οι χειρουργικές επεμβάσεις που απομακρύνουν την περιοχή από την οποία ξεκινά η κρίση, η διέγερση πνευμονογαστρικού νεύρου ή η βαθιά εγκεφαλική διέγερση.
Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε παιδιά, εφαρμόζεται ειδική κετογονική διατροφή με υψηλά λιπαρά και χαμηλούς υδατάνθρακες που βοηθά στον έλεγχο των κρίσεων. Επιπρόσθετα, προτείνεται υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής, με αποφυγή αλκοόλ, αποφυγή σωματικής και ψυχικής καταπόνησης, ισορροπημένη διατροφή, επαρκή ύπνο και μείωση του στρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου