Η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα είναι χρόνια νόσος, από παραγωγή αντισωμάτων στον οργανισμό, η οποία χαρακτηρίζεται κλινικά από συμπτώματα οισοφαγικής δυσλειτουργίας και ιστολογικά από αύξηση των ηωσινόφιλων κυττάρων στον βλεννογόνο του οισοφάγου, ενώ φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σε μεγάλα επίπεδα.
Η αιτιολογία είναι άγνωστη, αλλά θεωρείται ότι προκαλείται από αλλεργίες σε τρόφιμα. Εμφανίζεται συχνότερα στα μέλη της ίδιας οικογένειας.
Στο παρακάτω σχήμα φαίνονται οι δύο προτεινόμενες οδοί πρόκλησης της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας στις οποίες συμμετέχουν τα ηωσινόφιλα, τα μαστοκύτταρα, τα πλασματοκύτταρα, τα Th2 και Β λεμφοκύτταρα. Στην κύρια οδό υπάρχει αυξημένος τίτλος περιφερικών ηωσινοφίλων, ενώ στην εναλλακτική οδό πρόκλησης ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας τα περιφερικά ηωσινόφιλα είναι σε φυσιολογικά επίπεδα.
Συνεπώς, η περιφερική ηωσινοφιλία δεν θέτει απαραίτητα τη διάγνωση ή την υπόνοια της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας για την οποία απαιτείται γαστροσκόπηση και βιοψίες οισοφάγου.
Ποια είναι τα συμπτώματα της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας;
Στα παιδιά | Στους ενήλικες και εφήβους |
Πόνος στην κοιλιά | Δυσφαγία |
Πόνος στο θώρακα | Ενσφήνωση μπουκιάς στον οισοφάγο |
Καούρα | Πόνος πίσω από το στέρνο |
Βήχας | Πόνος στο θώρακα |
Ανορεξία | Καούρα |
Δυσφαγία | Παλινδρόμηση |
Άρνηση τροφής | |
Μειωμένη ανάπτυξη | |
Πνίξιμο κατά την κατάποση | |
Ναυτία | |
Παλινδρόμηση | |
Διαταραχές του ύπνου | |
Πόνος στο φάρυγγα |
Ποιες άλλες παθήσεις περιλαμβάνονται στη διαφορική διάγνωση της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας;
Η διαφορική διάγνωση της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας περιλαμβάνει τις εξής παθήσεις:
- Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- Ηωσινοφιλία οισοφάγου που ανταποκρίνεται στα PPI
- Ηωσινοφιλικές παθήσεις του γαστρεντερικού
- Λοιμώξεις του οισοφάγου (από μύκητες, ιούς, παράσιτα)
- Νόσος του Crohn
- Κοιλιοκάκη
- Αχαλασία
- Υπερ - ηωσινοφιλικό σύνδρομο
- Πέμφιγα
- Αγγειίτιδα
- Νόσοι συνδετικού ιστού
- Υπερευαισθησία σε φάρμακα
- Νόσος μοσχεύματος έναντι του ξενιστή
Υπάρχει ειδική εξέταση;
Ναι. Γαστροσκόπηση.
Στην γαστροσκόπηση, χορηγηται ενδοφλεβίως μέθη ή αναισθησία .
Σημειώνεται ότι επί παρουσίας οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση, ενδεχομένως να ανευρίσκονται ηωσινόφιλα στον κατώτερο οισοφάγο
Τα διαγνωστικά κριτήρια της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας που έθεσε το 2013 το Αμερικανικό Κολλέγιο Γαστρεντερολογίας είναι τα ακόλουθα:
- Συμπτώματα που σχετίζονται με δυσλειτουργία του οισοφάγου
- Βιοψίες οισοφάγου που δείχνουν φλεγμονή με υπεροχή των ηωσινοφίλων τουλάχιστον 15 ηωσινόφιλα κατά οπτικό πεδίο σε μεγάλη μεγέθυνση 400x
- Ηωσινοφιλία στον βλεννογόνο αποκλειστικά του οισοφάγου που επιμένει μετά από 2 μήνες θεραπείας με PPI
- Αποκλεισμός δευτερογενών αιτίων οισοφαγικής ηωσινοφιλίας
- Η κλινική και ιστολογική ανταπόκριση στη θεραπεία με τοπικά στεροειδή από το στόμα ή με τη δίαιτα αποκλεισμού ενισχύει τη διάγνωση αλλά δεν απαιτείται ως διαγνωστικό κριτήριο
Πώς αντιμετωπίζεται η ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα;
Η θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει αλλαγές στη διατροφή και χορήγηση φαρμάκων.
Στη συνέχεια ένας διαιτολόγος θα καθορίσει το διαιτολόγιό που δεν θα περιλαμβάνει τα τρόφιμα που προκαλούν αλλεργία, ενώ θα διασφαλίσει ότι λαμβάνετε όλα τα απαραίτητα συστατικά, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία που ενδεχομένως να μην λαμβάνετε λόγω της αφαίρεσης των τροφών που σας προκαλούν αλλεργία.
Μετά τη βελτίωση των συμπτωμάτων ενδεχομένως να μπορέσετε να ξαναβάλετε στη διατροφή σας κάποια από τα τρόφιμα που αποκλείσατε από το διαιτολόγιό σας λόγω της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα είναι
οι αναστολείς αντλίας πρωτονίων, καθώς και η κορτιζόνη με τη μορφή εισπνοών ή σε διασπειρόμενα δισκία.
Τα τοπικά γλυκοκορτικοειδή χορηγούνται ως πρώτης γραμμής θεραπεία στην ηωσινοφιλική οισοφαγίτιδα.
Τα κορτικοστεροειδή συμβάλλουν στη μείωση της φλεγμονής με την προσκόλλησή τους στους υποδοχείς των ανοσοποιητικών κυττάρων και τη μείωση της απελευθέρωσης ουσιών που εμπλέκονται στη διαδικασία δημιουργίας φλεγμονής.
Πρόσφατη μελέτη σε 100 ασθενείς έδειξε ότι η από του στόματος βουδεσονίδη (Jorveza) σε σύγκριση με τη φλουτικαζόνη για 8 εβδομάδες είχε παρόμοια αποτελεσματικότητα σε ότι αφορά τη βελτίωση των συμπτωμάτων, ενδοσκοπικών ευρημάτων και της ιστολογικής εικόνας.
Η συνιστώμενη ημερήσια δόση είναι 2 mg βουδεσονίδης ως ένα δισκίο του 1 mg το πρωί και ένα το βράδυ. Η συνήθης διάρκεια της θεραπείας είναι 6 εβδομάδες. Για ασθενείς οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια των 6 εβδομάδων, η θεραπεία μπορεί να επεκταθεί σε έως και 12 εβδομάδες.
Το σκεύασμα χορηγείται μόνο σε ενήλικες (ηλικίας άνω των 18 ετών). Η κυριότερη ανεπιθύμητη ενέργεια των γλυκοκορτικοειδών είναι οι μυκητιασικές λοιμώξεις του στόματος, του φάρυγγα και του οισοφάγου.
Το omalizumab είναι μονοκλωνικό αντίσωμα που μπλοκάρει την παραγωγή IgE αντισωμάτων (εναλλακτική οδός πρόκλησης ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας).
Έχει αναφερθεί όφελος από τη χορήγηση omalizumab σε ασθενείς με χαμηλό τίτλο ηωσινοφίλων στο αίμα.
Η ιντερλευκίνη 13 (IL-13) είναι μια σημαντική κυτταροκίνη που εμπλέκεται στην παθοφυσιολογία της ηωσινοφιλικής οισοφαγίτιδας. Σε πρόσφατη μελέτη φάσης 2, χορηγήθηκαν 180 ή 360 mg μονοκλωνικού αντισώματος έναντι της IL-13 μία φορά την εβδομάδα για 16 εβδομάδες και έγινε σύγκριση με ομάδα ελέγχου (placebo). Και οι δύο ομάδες είχαν σημαντική μείωση στον αριθμό των ηωσινοφίλων, και βελτίωση της ενδοσκοπικής βαρύτητας και της ιστολογικής εικόνας. Αν και δεν καταγράφηκε σημαντική βελτίωση στη δυσφαγία, η μελέτη πιθανόν να μην είχε τον απαραίτητο αριθμό ασθενών για να αναδείξει στατιστική σημαντικότητα.
Εφόσον συνυπάρχει στένωση του οισοφάγου, ενδεχομένως να χρειαστούν διαστολές που θα γίνουν ενδοσκοπικά από τον γαστρεντερολόγο.
Πηγη https://peptiko.gr/iosinofiliki-oisofagitida/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου