Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Ο ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΒΙΩΜΑΤΟΣ


















Το μικροβίωμα του εντέρου, 


δηλαδή η κοινότητα μικροβίων και 

υπόλοιπων μικροοργανισμών 

που ζουν στο ανθρώπινο έντερο, 

συμμετέχει άμεσα και έμμεσα σε ολες 

τις λειτουργιες του οργανισμου.





Οι συσχετίσεις μεταξύ της σύνθεσης 

του εντερικού μικροβιώματος και 

πολλών παθολογικών καταστάσεων 

ειναι πλεον κοινος τοπος, 

ενώ πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει 

ότι το μικροβίωμα του εντέρου 

επηρεάζει απομακρυσμένα όργανα, 

και λειτουργίες  βλεννογόνων 

και του ανοσοποιητικού συστήματος.


Οι διαφορές στη σύνθεση και 

τη λειτουργία του εντερικού μικροβιώματος 

έχουν συσχετιστεί με μια ποικιλία 

χρόνιων νοσημάτων που κυμαίνονται 

από τις φλεγμονώδεις και μεταβολικές 

παθολογικές καταστάσεις του γαστρεντερικού 

έως νοσήματα του νευρικού,καρδιαγγειακού  

και του αναπνευστικού συστήματος.


Εντερικό μικροβίωμα και αυτοάνοσα 


Η παθογένεση των αυτοάνοσων νοσημάτων 

δεν αποδίδεται μόνο σε γενετικές ευαισθησίες 

αλλά και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, 

μεταξύ των οποίων, οι διαταραχές του 

εντερικού μικροβιώματος έχουν αποκτήσει 

έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον. 

Αλλαγές στη σύνθεση και τη λειτουργία

 του εντερικού μικροβιώματος 

έχουν αναφερθεί σε διάφορα αυτοάνοσα 

νοσήματα και πολλά στοιχεία 

υποδηλώνουν ότι το διαταραγμένο 

εντερικό μικροβίωμα συμβάλλει 

στην ανοσοπαθογένεσή τους.




Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι 

μια συστηματική αυτοάνοση 

φλεγμονώδης κατάσταση που 

εκδηλώνεται με βλάβη στις 

αρθρώσεις. 

Πρόσφατα αποδείχθηκε ότι διάφοροι

 περιβαλλοντικοί παράγοντες 

εμπλέκονται στην ανάπτυξη τόσο 

της εντερικής / στοματικής δυσβίωσης 

όσο και της έναρξης και έκβασης 

της αρθρίτιδας, μεταξύ των οποίων 

οι πιο σχετικοί είναι η διατροφή, 

το κάπνισμα και οι λοιμώξεις.

Η παρατήρηση ότι ποντίκια χωρίς 

μικρόβια προστατεύονται από 

την ανάπτυξη πειραματικής αρθρίτιδας 

υποδηλώνει τον πιθανό ρόλο του 

μικροβιώματος στην παθογένεση 

αυτής της ασθένειας. 

Η σύνθεση του μικροβιώματος του 

εντέρου σε ασθενείς με ρευματοειδή 

αρθρίτιδα χωρίς θεραπεία είναι πολύ 

διαφορετικό σε σύγκριση με υγιείς 

μάρτυρες.


Σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες, 

οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα 

εμφανίζουν μειωμένη μικροβιακή 

ποικιλομορφία στο έντερο, 

γεγονός το οποίο συσχετίζεται με τα

 επίπεδα των αυτοαντισωμάτων και 

τη διάρκεια της νόσου. 

Επιπλέον, 

σε επίπεδο σύνθεσης, οι ασθενείς 

με ρευματοειδή αρθρίτιδα εμφανίζουν 

αυξημένη αφθονία ειδών Prevotella

συμπεριλαμβανομένου του είδους

 Prevotella copri.



Διαβήτης τύπου 1

Στους ανθρώπους, οι αλλαγές του 

εντερικού μικροβιώματος, 

συμπεριλαμβανομένης της μείωσης 

της βακτηριακής ποικιλότητας, 

προηγούνται της εμφάνισης των 

μεταβολικών συμπτωμάτων που 

σχετίζονται με τον διαβήτη τύπου 1.

Διάφορες μελέτες στον άνθρωπο 

αναφέρουν τις αλλαγές στο μικροβίωμα 

του εντέρου σε σχέση με τον διαβήτη 

τύπου 1 από διάφορες εθνοτικές 

ομάδες. Τα κοινά ευρήματα από αυτές 

τις μελέτες περιλαμβάνουν αυξημένο

 αριθμό ειδών Bacteroides και 

ανεπάρκεια βακτηρίων που παράγουν 

λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου (SCFA) 

σε περιπτώσεις ασθενών με διαβήτη 

τύπου 1. Συγκεκριμένα, το μικρόβιο 

που παράγει βουτυρικό οξύ 

Faecalibacterium prausnitzii 

βρέθηκε να είναι μειωμένο σε παιδιά 

με αυτοαντισώματα που σχετίζονται 

με τον διαβήτη. 

Επιπλέον, έχουν αναφερθεί 

αυξημένη εντερική διαπερατότητα 

και μειωμένη μικροβιακή ποικιλότητα 

πριν από τη διάγνωση 

του διαβήτη τύπου 1.






Ατοπική δερματίτιδα (έκζεμα)

Το έκζεμα, μια χρόνια φλεγμονώδης 

διαταραχή του δέρματος, είναι πιο 

διαδεδομένο στην πρώιμη παιδική ηλικία. 

Η παθογένεση του εκζέματος έχει 

αποδοθεί σε δυσλειτουργίες του 

δερματικού φραγμού, στη διαταραχή 

της ρύθμισης του ανοσοποιητικού 

καθώς και σε αλληλεπιδράσεις 

περιβάλλοντος-ξενιστή-μικροβίων. 

Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και 

οι τάσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής 

έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν 

έμμεσα στην παθογένεση της νόσου 

μέσω της τροποποίησης του εντερικού 

μικροβιώματος.

Είναι προφανές ότι οι διαφορές στη 

σύνθεση και των αναλογιών στο 

μικροβίωμα του εντέρου σχετίζονται 

με την ανάπτυξη της ατοπικής 

δερματίτιδας μέσω της 

ανοσοτροποποιητικής επίδρασης του 

εντερικού μικροβιώματος. 

Το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί 

να συμβάλλει στην ανάπτυξη, 

την επιμονή και τη σοβαρότητα 

του εκζέματος μέσω ανοσολογικών, 

μεταβολικών και νευροενδοκρινικών 

οδών.

Αλλεργικό άσθμα





Η ταχεία αύξηση του επιπολασμού 

του άσθματος στις βιομηχανικές 

χώρες τις τελευταίες δεκαετίες 

δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από 

γενετικούς παράγοντες και πιστεύεται

 ότι σχετίζεται με τις αλλαγές των 

περιβαλλοντικών συνθηκών που 

σχετίζονται με τον σύγχρονο δυτικό 

τρόπο ζωής. Η πρώιμη βρεφική ζωή 

είναι η πιο σημαντική περίοδος κατά 

την οποία η δυσβίωση του εντερικού 

μικροβιώματος μπορεί να οδηγήσει 

στην ανάπτυξη πολλών αναπνευστικών 

νοσημάτων, καθώς το μικροβίωμα 

του εντέρου έχει σημαντική επίδραση 

στην ωρίμανση των κυττάρων του 

ανοσοποιητικού και στην αντίσταση 

στους παθογόνους μικροοργανισμούς.

 Αρκετές επιδημιολογικές παρατηρήσεις

 έχουν ενοχοποιήσει τις περιβαλλοντικές

 εκθέσεις κατά την πρώιμη βρεφική 

ζωή σε αύξηση του κινδύνου για την 

εμφάνιση παιδικού άσθματος. Πολλές 

από αυτές τις εκθέσεις είναι γνωστό 

ότι διαμορφώνουν το νεαρό μικροβίωμα 

του εντέρου, συμπεριλαμβανομένου 

του τοκετού με καισαρική τομή, της 

χρήσης αντιβιοτικών, της διατροφής

 με συνθετικά γάλατα και άλλων 

περιβαλλοντικών παραγόντων, 

συμπεριλαμβανομένων των

 αερομεταφερόμενων τοξινών.

Εντερικό μικροβίωμα και νοσήματα 


του εντέρου




Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS)


Το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου 

γενικά χαρακτηρίζεται από κοιλιακό 

άλγος, δυσφορία και αλλαγές στις 

συνήθειες του εντέρου. 

Αν και η αιτιολογία 

είναι πολυπαραγοντική, η πρόσφατη 

κατανόηση της παθοφυσιολογίας του 

IBS έχει αποκαλύψει ότι οι παραλλαγές

στο φυσιολογικό μικροβίωμα του 

εντέρου μπορεί να παίζουν ρόλο στη 

χαμηλής έντασης εντερική φλεγμονή 

που σχετίζεται με το σύνδρομο. 

Η μικροβιακή δυσβίωση στο έντερο 

πιστεύεται ότι εμπλέκεται 

στην παθογένεση του IBS και

 μια πρόσφατη μελέτη έδειξε έναν 

σαφή διαχωρισμό μεταξύ του

 μικροβιώματος του εντέρου 

σε ασθενών με IBS και του

 μικροβιώματος των φυσιολογικών 

ατόμων. Το IBS χαρακτηρίζεται από 

αύξηση στα Firmicutes και, πιο 

συγκεκριμένα, στον αριθμό

 των Ruminococcus, Clostridium και 

Dorea και επιπλέον από μια 

αξιοσημείωτη μείωση των ωφέλιμων 

μικροβίων όπως το Bifidobacterium 

και το Faecalibacterium

Επιπλέον, άλλες μελέτες έχουν 

δείξει το δυνητικώς επιβλαβές 

μικροβίωμα σε ασθενείς με IBS, 

συμπεριλαμβανομένων των φύλων 

Proteobacteria, της οικογένειας 

Enterobacteriaceae 

(φύλο Proteobacteria), 

της οικογένειας Lactobacillaceae και 

του γένους Bacteroides 

(φύλο Bacteroidetes). 

Η οικογένεια Enterobacteriaceae 

περιέχει πολλά παθογόνα βακτήρια 

όπως για παράδειγμα τα γένη 

Escherichia, Shigella, Campylobacter 

και Salmonella.

Φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου 
(IBD)


Η μακροχρόνια φλεγμονή και 

η εξέλκωση του παχέος εντέρου 

είναι κυρίως τα κύρια χαρακτηριστικά 

των φλεγμονωδών νοσημάτων του 

εντέρου, τα οποία είναι χαρακτηριστικά

 της νόσου του Crohn και της ελκώδους 

κολίτιδας. Τα φλεγμονώδη νοσήματα 

του εντέρου, που περιλαμβάνουν 

τόσο την ελκώδη κολίτιδα όσο και 

τη νόσο του Crohn, χαρακτηρίζονται 

από χρόνια και υποτροπιάζουσα 

φλεγμονή του γαστρεντερικού σωλήνα.


  

Η εμφάνιση και των δύο καταστάσεων, 

γενικά, δεν θεωρείται ότι οφείλεται 

σε έναν μόνο αιτιολογικό μικροοργανισμό,

 αλλά σε μια γενικότερη μικροβιακή 

δυσβίωση στο έντερο. 

Ο ρόλος των μικροβίων του εντέρου 

στην εκδήλωση των IBD έχει υποδειχθεί 

από αρκετές μελέτες και το μικροβίωμα 

του εντέρου πιστεύεται ότι αποτελεί 

απαραίτητο συστατικό στην ανάπτυξη 

των βλαβών του βλεννογόνου. 

Οι αλλαγές στη σύνθεση και 

τη λειτουργικότητα του εντερικού 

μικροβιώματος σε ασθενείς με IBD 

σε σύγκριση με μάρτυρες που δεν 

έχουν IBD έχουν αποδειχθεί. 

Γενικά, η μικροβιακή δυσβίωση στα 

φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου 

χαρακτηρίζεται από μείωση της 

ποικιλότητας και της σταθερότητας 

του μικροβιώματος. Συγκεκριμένα,

 η μείωση των Firmicutes και η αύξηση 

διαφόρων γενών Proteobacteria 

είναι το πιο σταθερό αποτέλεσμα

 σε μελέτες του μικροβιώματος ασθενών 

με IBD.


Σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος

 

και καρδιομεταβολικές παθήσεις

Καρδιαγγειακά νοσήματα


Οι αλλαγές στη σύνθεση του 

εντερικού μικροβιώματος και 

του μεταβολικού δυναμικού  έχουν 

αναγνωριστεί ως παράγοντας 

που συμβάλλει στην ανάπτυξη 

καρδιαγγειακών νοσημάτων (CVD). 


Πρόσφατα, έχουν αναφερθεί μηχανιστικοί 

δεσμοί μεταξύ του μικροβιώματος του

 εντέρου και της σοβαρότητας του 

εμφράγματος του μυοκαρδίου σε 

πειραματόζωα. 

Η υπέρταση είναι ο πιο γνωστός 

τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου

για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου.

Διαβήτης τύπου ΙΙ

Ενήλικες με διαβήτη τύπου ΙΙ  έχουν 

αλλοιωμένη σύνθεση του εντερικού 

μικροβιώματος σε σύγκριση με υγιείς 

μάρτυρες. 

Μεταξύ των κοινώς αναφερόμενων 

ευρημάτων, τα γένη Bifidobacterium, 

Bacteroides, Faecalibacterium, 

Akkermansia και Roseburia 

συσχετίστηκαν αρνητικά με τον διαβήτη 

τύπου ΙΙ, ενώ ταγένη   

RuminococcusFusobacterium και 

Blautia συνδέθηκαν θετικά με 

τον διαβήτη τύπου ΙΙ, .




Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) 

και το πιο προχωρημένο στάδιο 

η μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα (NASH) 

είναι κοινές συννοσηρότητες 

της παχυσαρκίας και του διαβήτη  

με αυξανόμενη επιβάρυνση για την 

κοινωνία. 

Υπάρχει ένας αυξανόμενος όγκος 

στοιχείων που συνδέουν τον άξονα 

εντέρου-ήπατος με την ανάπτυξη 

μη αλκοολικής λιπώδους διήθησης 

του ήπατος. 

Η δυσβίωση του εντέρου 

σχετίζεται άμεσα με 

την αυξημένη εντερική 

διαπερατότητα ως συνέπεια 

της επιδείνωσης 

του επιθηλιακού φραγμού, 

της αλλοίωσης των στενών

συνδέσεων 

και της βακτηριακής μετατόπισης 

που προκαλεί ενδοτοξιναιμία, 

η οποία μπορεί να φτάσει και 

να βλάψει το ήπαρ μέσω της πυλαίας 

φλέβας. Αρκετές μελέτες έχουν 

αποκαλύψει αλλαγές στο μικροβίωμα 

του εντέρου σε άτομα με NAFLD

 σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες.





Χρόνια νεφρική νόσος


Υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον 

για τη μελέτη της σύνθεσης του 

μικροβιώματος του εντέρου 

σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο

καθώς και των μηχανισμών με τους 

οποίους η δυσβίωση του εντέρου 

συμβάλλει στην εξέλιξη της ΧΝΝ. 

Η επίδραση του εντερικού μικροβιώματος 

στον άξονα εντέρου-νεφρού δρα 

με αμφίδρομο τρόπο, με τη ΧΝΝ 

να τροποποιεί σημαντικά τη σύνθεση 

και τις λειτουργίες του εντερικού 

μικροβιώματος. Από την άλλη μεριά, 

το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί 

να συμμετέχει στις διαδικασίες που 

οδηγούν στην εμφάνιση και την εξέλιξη 

της ΧΝΝ μέσω φλεγμονωδών, 

ενδοκρινικών και νευρολογικών οδών.

 Επομένως, η κατανόηση της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών των δύο οργάνων μπορεί να προσφέρει νέες παρεμβάσεις για την πρόληψη της εξέλιξης της ΧΝΝ στοχεύοντας στο μικροβίωμα του εντέρου.

Η παρουσία αλλαγών στο εντερικό 

μικροβίωμα όπως η μείωση του 

αριθμού των μικροβίων, 

της ποικιλομορφίας και 

της ομοιομορφίας έχουν συσχετιστεί

 με τη ΧΝΝ. Οι ασθενείς με CDK 

παρουσιάζουν χαμηλότερο αποικισμό 

τωνγενών Bifidobacterium

LactobacillaceaeBacteroidaceae

Akkermansia και Prevotellaceae

και υψηλότερα επίπεδα εντερικών 

εντεροβακτηρίων, ιδιαίτερα των 

Enterobacter, Klebsiella και

 Escherichia, καθώς και αυξημένα 

επίπεδα Εντεροκόκκων και 

Enterobacteriaceae. Η μείωση της 

συγκέντρωσης της Akkermansia 

muciniphilla, ενός σημαντικού 

προβιοτικού, σε ασθενείς με ΧΝΝ 

συσχετίστηκε αρνητικά με τα επίπεδα

 της IL-10 στο πλάσμα, υποδηλώνοντας 

ότι οι αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα 

στη ΧΝΝ μπορεί να προάγει τη χρόνια 

συστηματική φλεγμονή. 

Αυτή η κατάσταση χρόνιας 

συστηματικής φλεγμονής 

αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό 

παράγοντα κινδύνου για την εξέλιξη 

της ΧΝΝ.

Οι ασθενείς με ΧΝΝ χαρακτηρίζονται

 από μειωμένη κατανάλωση διαιτητικών 

ινών που απαιτούνται για την παραγωγή 

λιπαρών οξέων βραχείας αλύσου 

(SCFA). 

Η έλλειψη διαιτητικών ινών οδηγεί

 σε αύξηση του αμινικού αζώτου, 

το οποίο μπορεί να μετατραπεί 

σε ουραιμικές τοξίνες από 

τη μικροχλωρίδα του εντέρου.

Διαταραχές της ψυχικής υγείας



Τα μικρόβια του εντέρου 

έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν 

πολλές νευρικές λειτουργίες και 

αυτοί οι σύνδεσμοι έχουν ονομαστεί

 «άξονας εντέρου-εγκεφάλου». 

Το μικροβίωμα του εντέρου 

επικοινωνεί με τον εγκέφαλο μέσω 

τριών κύριων οδών - της νευρικής 

οδού (πνευμονογαστρικό νεύρο, 

εντερικό νευρικό σύστημα), της οδού 

του ανοσοποιητικού (κυτοκίνες) και 

της ενδοκρινικής οδού (άξονας 

υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων

, ορμόνες του εντέρου). 

Η εξασθενημένη λειτουργία αυτών 

των σύνδεσεων μπορεί να οδηγήσει 

σε εκδήλωση ψυχικών διαταραχών. 

Τα κοινά μικροβιακά είδη του εντέρου

 που ανήκουν στα φύλα Firmicutes 

και Actinobacteria και 

τα γένη Bacteroides και 

Bifidobacterium μπορεί 

να συμβάλλουν σε διαταραχές 

της ψυχικής υγείας.


Το μικροβίωμα του εντέρου ρυθμίζει 

τον άξονα εντέρου-εγκεφάλου μέσω 

πολλών άμεσων και έμμεσων τρόπων. 

Αυτοί περιλαμβάνουν τη διατήρηση 

της διαπερατότητας του εντέρου με 

τη ρύθμιση της ακεραιότητας των 

στενών συνδέσεων στο επιθήλιο 

του εντέρου, παράγοντας μια μεγάλη 

ποικιλία μεταβολιτών, 

συμπεριλαμβανομένων 

των νευροδιαβιβαστών, 

των λιπαρών οξέων βραχείας 

αλύσου (SCFA) και των αμινοξέων. 

Αυτοί οι μεταβολίτες που προέρχονται 

από το έντερο μπορούν να επηρεάσουν 

το κεντρικό νευρικό σύστημα δρώντας

 τοπικά στο εντερικό νευρικό 

σύστημα ή να εισέλθουν στην 

κυκλοφορία και να επηρεάσουν

 τον εγκέφαλο. Επιπλέον, η μεταβολή 

των επιπέδων των μικροβιακών 

μεταβολιτών του εντέρου, όπως 

τα SCFAs, η αμμωνία, η τρυπτοφάνη 

και η ισταμίνη έχει αποδειχθεί ότι 

σχετίζονται είτε άμεσα ή αφού πρώτα 

διασπασθούν σε νευροδραστικούς

καταβολίτες, με διάφορες 

νευρολογικές καταστάσεις όπως 

η νόσος Parkinson, η νευρική ανορεξία, 

η νόσος Alzheimer, οι διαταραχές 

του φάσματος του αυτισμού (ASD), 

το χρόνιο στρες και η κατάθλιψη.

Τα αποτελέσματα της υγιεινής 


διατροφής διαμεσολαβούνται μέσω 


του μικροβιώματος του εντέρου



Ο πιο προφανής τρόπος στόχευσης 

του μικροβιώματος του εντέρου είναι 

μέσω των διατροφικών τροποποιήσεων. 

Ήδη, έχουν ανακοινωθεί αρκετές 

ελεγχόμενες κλινικές μελέτες 

διατροφικών παρεμβάσεων που 

στοχεύουν στο εντερικό μικροβίωμα 

του ανθρώπου. Για παράδειγμα, 

οι δίαιτες πλούσιες σε φυτικές ίνες 

αποδείχθηκε ότι βελτιώνουν σημαντικά 

τον έλεγχο της γλυκόζης και προάγουν 

ένα καλύτερο μεταβολικό προφίλ 

σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη 

τύπου 2 καθώς και ότι μειώνουν 

τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.


Ενα εξαιρετικο βιντεο για το μικροβιωμα

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΣΕΚ ΑΠ..ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ;

ΑΓΧΟΣ.. ΑΡΡΩΣΤΕΙΕΣ..

  Οι επιπτώσεις του άγχους είναι πολλές και μπορεί να γίνουν επικίνδυνες, εάν αφεθουν χωρις ελεγχο.. Η καθημερινότητα δημιουργεί άγχος και  ...