Η ομοκυστεΐνη
είναι ένας από τους υποτιμημένους αλλά καθοριστικούς βιοδείκτες για την υγεία των αγγείων και της καρδιάς.
Τα αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης δεν είναι απλώς μια εργαστηριακή ανωμαλία αλλά ένας παθολογικός παράγοντας που συμμετέχει ενεργά στην αγγειακή βλάβη, στη φλεγμονή και στην αθηροσκλήρυνση.
Η υπερομοκυστεϊναιμία Είναι αποτέλεσμα διαταραχής σε κρίσιμες ενζυμικές οδούς, όπως εκείνες της μεθυλίωσης και της μεταθειίωσης, όπου ένζυμα όπως το MTHFR και το CBS καθορίζουν την ισορροπία.
Όταν αυτή η ισορροπία χάνεται, το ενδοθήλιο των αγγείων εκτίθεται σε ένα τοξικό περιβάλλον που ευνοεί τη δυσλειτουργία, την προφλεγμονώδη κατάσταση και τελικά την πλάκα.
Ο μεταβολισμός της ομοκυστεΐνης διαταράσσεται από γενετικούς πολυμορφισμούς, ιδιαίτερα στο MTHFR, καθώς και από ελλείψεις βασικών συνενζύμων όπως το φυλλικό οξύ, η βιταμίνη Β12 και η βιταμίνη Β6.
Η μελέτη τονίζει ότι τα αίτια της υπερομοκυστεϊναιμίας δεν είναι ποτέ μονά και ότι το μεταβολικό υπόβαθρο παίζει καθοριστικό ρόλο.
Η κακή διατροφή, το κάπνισμα, ο καθιστικός τρόπος ζωής, η παχυσαρκία και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες αυξάνουν περαιτέρω το φορτίο.
Οι αυξημένες τιμές ομοκυστεΐνης τραυματίζουν το ενδοθήλιο, αυξάνουν το οξειδωτικό στρες και πυροδοτούν μια αγγειακή αντίδραση που τελικά οδηγεί σε αθηρωματική πλάκα και αυξημένη θρομβογένεση.
Αυτή η διαδικασία δεν είναι απλή υπόνοια.
Η αγγειακή ομοιόσταση διαταράσσεται.
Το μονοξείδιο του αζώτου του ενδοθηλίου μειώνεται, οι αγγειακές αντιδράσεις γίνονται χαοτικές και τα αγγεία παύουν να αντιδρούν φυσιολογικά.
Όταν αυτή η κατάσταση χρονίσει, το αποτέλεσμα είναι ένα περιβάλλον υψηλού κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια.
Η μελέτη υπογραμμίζει πως οι κλινικές επιπλοκές της υπερομοκυστεϊναιμίας συνδέονται με αγγειακή δυσλειτουργία σε πολλαπλά επίπεδα.
Η ομοκυστεΐνη αποδυναμώνει τους αντιοξειδωτικούς μηχανισμούς, ενισχύει την παραγωγή ελεύθερων ριζών και επηρεάζει την παραγωγή κολλαγόνου στο αγγειακό τοίχωμα, οδηγώντας σε σκλήρυνση και απώλεια ελαστικότητας.
Αυτό εξηγεί γιατί ασθενείς με χρόνια υπερομοκυστεϊναιμία εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά στεφανιαίας νόσου, περιφερικής αγγειοπάθειας και εγκεφαλικών επεισοδίων.
Η καρδιά δεν υποφέρει πρώτη. Πρώτα υποφέρει το ενδοθήλιο.
Και το ενδοθήλιο είναι ο αρχιτέκτονας της αγγειακής υγείας.
Ένα κρίσιμο σημείο είναι ότι η μείωση της ομοκυστεΐνης μέσω συμπληρωμάτων βιταμινών μειώνει με συνέπεια τα επίπεδα της Hcy στο αίμα, όμως τα δεδομένα για μείωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων παραμένουν αντικρουόμενα.
Η μελέτη το εξηγεί ξεκάθαρα.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι τα συμπληρώματα δεν δουλεύουν βιοχημικά.
Το πρόβλημα είναι ότι η καρδιαγγειακή νόσος δεν είναι μονοπαραγοντική.
Η ομοκυστεΐνη είναι ένας κρίκος και όχι ολόκληρη η αλυσίδα.
Όταν μειώνεται μόνο ένας κρίκος αλλά παραμένουν άθικτοι το στρες,
η φλεγμονή, η δυσλιπιδαιμία, η αντίσταση στην ινσουλίνη, το οξειδωτικό στρες και η καθιστική ζωή,
τότε η καρδιαγγειακή επιβάρυνση δεν εξαφανίζεται.
Η μελέτη προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, προτείνοντας πως το νόημα βρίσκεται στη στοχευμένη κλινική χρήση και όχι στην αδιάκριτη.
Η ομοκυστεΐνη έχει αξία ως προγνωστικός δείκτης,
ιδίως σε ασθενείς υψηλού κινδύνου, με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου ή με πολλαπλούς μεταβολικούς επιβαρυντικούς παράγοντες.
Σε αυτούς, η μέτρηση και διόρθωσή της μπορεί να λειτουργήσει ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής πρόληψης.
Το μήνυμα είναι ότι η ομοκυστεΐνη πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εργαλείο κλινικής καθοδήγησης και όχι ως αυτόνομη θεραπευτική οντότητα.
Η αγγειακή υγεία δεν αποκαθίσταται με ένα χάπι, αλλά με μια συνολική προσέγγιση που περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη διατροφή, καθημερινή κίνηση, έλεγχο βάρους, αποκατάσταση ελλείψεων σε βιταμίνες και αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου.
Η μελέτη καταλήγει σε μια θέση με την οποία συμφωνώ απόλυτα.
Η τακτική μέτρηση της ομοκυστεΐνης πρέπει να ενταχθεί στους ελέγχους υψηλού κινδύνου, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Η αιμοληψία είναι απλή, γρήγορη και οικονομική, και η πληροφορία που μπορεί να αποκαλύψει είναι κρίσιμη. Η υπερομοκυστεϊναιμία δεν προειδοποιεί με συμπτώματα.
Μπορεί όμως να προειδοποιήσει στον εργαστηριακό έλεγχο, αρκετά χρόνια πριν εκδηλωθεί καταστροφή.
Η ομοκυστεΐνη δεν είναι θεωρία. Είναι βιοδείκτης με παθοφυσιολογικό βάθος, με κλινική σημασία και με ισχυρή παρουσία στη βιβλιογραφία. Δεν πρέπει να την υποτιμούμε.
Το αίμα αποκαλύπτει αυτά που τα αγγεία δεν θα μας πουν μέχρι να είναι αργά.
Όσο πιο νωρίς δούμε την εικόνα, τόσο πιο νωρίς μπορούμε να στηρίξουμε το αγγειακό μας μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου